Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Πανεπιστημιακού Ασύλου το ανάγνωσμα [Μέρος 5ο]

8 - Αστυνομοκρατία

Η γενική θέση μου για την Αστυνομία γίνεται εύκολα αντιληπτή απ' τις διάσπαρτες αναφορές στο κείμενο : δεν είναι παρά ο απαραίτητος κρίκος ώστε να μη σπάει η αλυσίδα εκβιασμών κι απομείνει η κρατική εξουσία γράμμα κενό και άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε. Δίχως την ιδιαίτερη αυτή κοινωνική «τάξη», το Κράτος δεν θα μπορούσε να έχει την παραμικρή επιρροή, εφόσον ο καθένας και δίχως καμία συνέπεια θα μπορούσε ν' αγνοεί οποιαδήποτε απόφαση, κρίνοντας κατά του κεφαλιού του. Η πάταξη της εγκληματικότητας είναι μία μόνο απ' τις δεκάδες χαμαλοδουλειές τις οποίες καλείται να φέρει εις πέρας κι όχι απαραίτητα η σημαντικότερη, αν κρίνει κανείς απ' το πού βρίσκεται αποσπασμένο ένα σημαντικό μέρος της αστυνομικής δύναμης. Η πάταξη της εγκληματικότητας είναι, επίσης, σε κάποιο βαθμό προσχηματική, αν αναλογιστεί κανείς πως είναι το Κράτος που αποφασίζει τελικά τι συνιστά έγκλημα και τι όχι. Μ' άλλα λόγια, η Αστυνομία είναι ένας από τους πολλούς τρόπους που το Κράτος καταφέρνει ν' ασκεί πολιτική ή για να παραφράσουμε το τετριμμένο : είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Υπάρχουν πολιτικά συστήματα και κοινωνίες, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργούν εύρυθμα κι αρμονικά, δίχως το βούρδουλα και το καρότο ή μήπως μια αστυνομία αποτελεί αναπόφευκτο «δεινό» οποιουδήποτε καθεστώτος; Ένα μεγάλο και δύσκολο ερώτημα, το οποίο ωστόσο δε θα μας απασχολήσει εδώ. Όπως δεν κρίναμε την ιστορική αιτιολόγηση του ασύλου, παρά μόνον το είδος του σήμερα, όμοια θα πράξουμε και για την αστυνομία : δε θα εξετάσουμε πώς μας προέκυψε τούτο εδώ το μόρφωμα, αλλά το είδος και την ποιότητά της.

Όπως έχω επισημάνει και νωρίτερα, μία από τις πλέον εύλογες απορίες που μπορεί να εκφράσει οποιοσδήποτε εξετάζει την κοινωνία μεταπολιτευτικά είναι και τούτη : πού διάολο εξαφανίστηκαν όλοι εκείνοι οι ένθερμοι ή έστω τυπικοί διεκπεραιωτές της δικτατορικής πυγμής : οι βασανιστές, οι ανακριτές, οι κουβαλητές, η ξυλοκόποι και οι λογιώ-λογιώ παρατρεχάμενοί τους; Προσωπικά δεν έχω την παραμικρή ιστορική γνώση οποιασδήποτε αποκατάστασης (δεν είναι σχήμα λόγου, μα ειλικρινής άγνοια), μα κι ούτε θα το θεωρούσα πρακτικά δυνατό (εξαιρώντας ίσως μια χούφτα ηγετικών στελεχών) να συσταθούν δικογραφίες τέτοιας έκτασης. Απομένει μόνο να δεχτούμε πως η νεόκοπη δημοκρατία προσπάθησε απλά να διαχειριστεί κι όχι να επιλύσει το πρόβλημα της Αστυνομίας. Μ' άλλα λόγια, όλη ετούτη η ανθρώπινη σαβούρα από συνειδητούς δολοφόνους, ευσυνείδητους υπαλληλίσκους έως και ταπεινούς γλείφτες του καθεστώτος συνέχισαν να δολοφονούν, να υπηρετούν και να γλείφουν, ίσως μόνο με περισσότερες προφάσεις και μεγαλύτερη διακριτικότητα.

Δε θα φτιάσουμε εδώ μια αναλυτική ιστορία μεταπολιτευτικής αστυνομοκρατίας. Για όποιον επιθυμεί να ερευνήσει με καλή διάθεση, υπάρχουν αστείρευτες πηγές και παραδείγματα, τα οποία περιγράφουν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο πως το μακρύ χέρι του νόμου δεν είναι μόνο μακρύ, μα βαρύ και τραχύ επίσης. Μελετώντας ό,τι μπορεί να βρει κανείς εύκαιρο, δεν απέχει πολύ απ' το να παρασυρθεί σε ακραία συμπεράσματα, περισσότερο όμως υπό μορφή ερωτημάτων παρά βεβαιοτήτων. Διαφορετικά θα έπρεπε όχι απλά ν' ανησυχούμε, μα να τρομάζουμε ως το μεδούλι για τη δημοκρατία μας. Να μην τα πολυλογώ, δεν αργεί κανείς ν' αναρωτηθεί μην είναι φόβος η Αστυνομία να συνιστά σε κάποιο βαθμό - ας κρίνει το βαθμό ο καθένας μοναχός του - τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από ένα κράτος εν κράτει. Καταρχάς, οι άνθρωποι ετούτοι έχουν σχεδόν το ακαταδίωκτο, εφόσον εύκολα καλύπτει ένας τον άλλο στα ελαφρύτερα ή σκοτεινότερα αδικήματα από φόβο ή συναδελφική αλληλεγγύη. Μα και στη χειρότερη εκείνη περίπτωση, όταν το σκηνικό ξεφύγει στη δημοσιότητα κι η πολιτική κάλυψη υποχωρήσει, οι υπαίτιοι πέφτουνε σχεδόν κατά κανόνα στα μαλακά. Μέσα σ' όλα τα μικρά και μεγάλα συμβάντα, που στοίχειωσαν το αστυνομικό σύμπαν, δεν είναι περίεργο - ή ευστοχότερα εξαιρετικά ύποπτο - το γεγονός πως ουδέποτε ή ίσως σπάνια έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ σοβαρά σκάνδαλα στο εσωτερικό της αστυνομίας; Τη στιγμή, μάλιστα, που ο πολιτικός κόσμος βρωμά και ζέχνει, δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να υποθέσει κανείς πως η Αστυνομία παραμένει αμόλυντη, χάρη σε κάποια ιδιαίτερη αρετή της.

Δε χρειάζεται ν' ανατρέξει κανείς στα κραυγαλέα γεγονότα ενός Καλτεζά ή ενός Γρηγορόπουλου. Αν όχι οι ίδιες μας οι μνήμες, το διαδίκτυο βρίθει πλέον από αμέτρητα κτηνώδη παραδείγματα, από «ζαρντινιέρες» και βασανισμούς στα κρατητήρια, έως ευθείες κι απροσχημάτιστες επιθέσεις μπροστά στα μάτια του κόσμου. Εγκλήματα τα οποία έμειναν - φυσικά - για πάντα ατιμώρητα, παρότι δεν υπήρξε ποτέ κανένα ιδιαίτερο άσυλο να προστατεύει τους αστυνομικούς. Να θυμίσουμε πως δε μιλούμε για τη Χούντα, μιλούμε πάντα για το λαμπρό, μεταπολιτευτικό πολιτισμό μας. Όλως περιέργως, κανενός δε φαίνεται να καίγεται καρφάκι για το ήθος των δυνάμεων καταστολής, στο βαθμό που διαρρυγνύονται ιμάτια για την ανυπόφορη κατάσταση «ανομίας» των πανεπιστημίων. Και τρομάζει κανείς, σαν τολμήσει ν' αναλογιστεί τον πιθανόν όγκο των γεγονότων, που δεν βρήκαν ποτέ διέξοδο προς τη δημοσιότητα. Τρομάζει κανείς σαν συνθέσει μαζί με τα προηγούμενα κι όλες εκείνες τις καθημερινές ιστορίες χρηματισμών και πώλησης προστασίας, όλες εκείνες τις μαρτυρίες κατάχρησης εξουσίας για να σπάσουν πλάκα με κάνα πιτσιρικά ή να πουλήσουν αντριλίκι σε κοπέλες ή, πιο ανώδυνα, τη χοντροκομμένη βλαχιά κι αγένεια των προϊσταμένων σαν παει να βγάλει κανείς ταυτότητα ή άλλο αχρείαστο έγγραφο. Κι ακόμα χειρότερα, τρομάζουν όλες εκείνες οι περιπτώσεις αδράνειας, αδιαφορίας κι απαξίωσης, τη στιγμή που συντελούνταν εγκλήματα μπροστά στα μάτια τους. Όπως τρομάζουν, τέλος, κι οι πάμπολες ενδείξεις για το βαθμό ακροδεξιάς διείσδυσης.

Το γεγονός πως καμία πολιτική ηγεσία δεν έχει τολμήσει καν να θίξει το ζήτημα ετούτο, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι θηριώδες και θεμελιώδες για τη δημοκρατία - μα και κάθε διάλογο της προκοπής, ικανό να καλλιεργήσει την εμπιστοσύνη - δεν υποδεικνύει μόνο το μέγεθος του πολιτικού κόστους, γιατί ποια κυβέρνηση θα «κρεμούσε» εκείνους ακριβώς που την προστατεύουν και (ξ)υλοποιούν τις προσταγές της, μα και το μέγεθος ισχύος και διαπλοκής της αστυνομικής τάξης με την πολιτική τάξη και φυσικά το παράλληλο σύμπαν τους : τον υπόκοσμο.

Σίγουρα δεν είμαι από εκείνους που γελούν και ειρωνεύονται αν οι μπάτσοι έχουνε μάνες, για δεν έχουν. Σίγουρα όχι, απ' τη στιγμή που η πλήρωση των αστυνομικών τάξεων είναι πρωτίστως κοινωνικό φαινόμενο κι όχι ιδεολογία, βλέποντας ξεκάθαρα πόσα λαϊκά παιδιά καταφεύγουν στα σώματα ασφαλείας για την μισθολογική ασφάλεια. Αν ήταν από πριν καθάρματα, αν έγιναν μετά ή αν έγιναν ποτέ, δεν είναι ένα ζήτημα για να γελά κανείς και ν' αστειεύεται. Όχι βέβαια, αν αγαπά στ' αλήθεια τους ανθρώπους και δεν υποκρίνεται την ευαισθησία, μονάχα εκεί που είναι εύκολη. Όχι αν θλίβεται ειλικρινά από τούτην την κατάντια. Απεχθάνομαι ετούτη τη στρεβλή ή ψευδή επαναστατικότητα που δεν συγκινείται μα χαιρεκακεί, βλέποντας να συντρίβονται, από άγνοια ή ό,τι άλλο, οι όποιες δυνατότητες κι ελπίδες ενός πνεύματος ν' απελευθερωθεί . Ενός πνεύματος που αντιθέτως υποτάσσεται όλο και βαθύτερα στην υπηρεσία του τέρατος, αναγκασμένο να γίνεται ολοένα πιο συνένοχο, να στραβώνει τα μάτια, να εκλογικεύει το παράλογο. Απεχθάνομαι την στρεβλή ή ψευδή επαναστατικότητα, η οποία προκειμένου να παλέψει χρειάζεται να πλάθει και να διατηρεί εχθρούς, παρά ν' αντιμετωπίζει αντιπάλους κι η οποία έχει ανάγκη να μισεί περισσότερο, παρά να ονειρεύεται.

Έγραψα ήδη πολλά και δεν θα επαναλάβω αναλυτικά εκείνα που έγραψα κι αλλού : μ' όλα τα στραβά της η Αστυνομία επιτελεί ωστόσο κάποιο ρόλο κι ελλείψει της ο ρόλος ετούτος θ' απόμενε κενός. Έτσι κακά, ψυχρά κι ανάποδα που 'ναι δομημένη η κοινωνία μας, πρόκειται για κωλοδουλειά μα κάποιος πρέπει να την κάνει. Κάποιος θα πρέπει να βγάζει κάποτε το φίδι από την τρύπα. Μιλάμε, φυσικά, για τους κοινούς εγκληματίες κι όχι για τους φοιτητές ή τους μικροπωλητές της ΑΣΟΕΕ. Ως τότε, ώσπου δηλαδή να βρεθεί μια σοβαρή αντιπρόταση αντίς γι' αφελή επαναστατικά προτάγματα που υπερτιμούν το αγαθό στον άνθρωπο, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι - μαζί με τ' άλλα - ν' απαιτήσουμε μια κατά το δυνατόν καλύτερη Αστυνομία, ό,τι κι αν σημαίνει τελικά αυτό και, φυσικά, δίχως να πάψουμε στιγμή να γυρεύουμε διεξόδους προς μια καλύτερη κοινωνία συνολικότερα, δίχως να πάψουμε στιγμή να ονειρευόμαστε ανατροπές και ουτοπίες. Ποτέ μα ποτέ, ωστόσο, δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε ως προς το βαθύτερο ρόλο της Αστυνομίας, αυτής που γνωρίζουμε σήμερα, κι ο οποίος είναι να επιβάλλει τον κρατικό αυταρχισμό με το χυδαιότερο δυνατό τρόπο.

9 - Το άσυλο ως ιδέα - Προσωπική θέση

Στην ουσία το άσυλο δε μπορεί παρά να είναι εθιμικό, υποστηρίζουν πολλοί. Αν θέλουμε να τηρήσουμε το νόημα των λέξεων και των εννοιών, οφείλουμε να συμφωνήσουμε μαζί τους. Αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε πως ετούτο έχει σημασία σε μια κοινωνία ζωντανή, συνειδητοποιημένη, μια κοινωνία που πληροί το περιεχόμενο του ονόματός της. Σίγουρα δε ζούμε, σήμερα, σε μια παρόμοια κοινωνία. Διαφορετικά, οποιαδήποτε θεσμοθέτηση δε θα μπορούσε παρά να είναι δευτερεύουσας - αν όχι μηδενικής - σημασίας. Τι σημασία έχει αν το άσυλο κατοχυρώνεται συνταγματικά, νομοθετικά ή στόμα με στόμα, όταν ένας λαός είναι έτοιμος να το υπερασπίσει με τη «σωματικότητά» του, όπως πολύ όμορφα γράφει στη κατακλείδα του ο αναρχικός Κοσμάς στον «Απάτριδα» (1). Στην περίπτωση ετούτη κάθε γωνιά και σπιθαμή γης θα ήταν άσυλος χώρος, μ' άλλα λόγια ολάκερη η επικράτεια μιας παρόμοιας κοινωνίας θα ήταν εικόνα και ομοίωσή της.

Ίσως επίσης να είναι αληθές και τούτο, πως δηλαδή η θεσμοθέτηση του ασύλου ήταν πιθανότατα κι η αρχή του τέλους του, προδιαγράφοντας την επερχόμενη έκπτωση και κατάχρησή του. Βέβαια, σ' εκείνα τα χρόνια του '82, όταν η κοινωνία διακατεχόταν ακόμη από ισχυρές δυναμικές κι ο κόσμος ξεχυνόταν ευκολότερα στους δρόμους για τον ένα ή τον άλλο λόγο, η φθορά κι ο σημερινός εκπεσμός μπορεί να φάνταζαν αδιανόητα. Να, όμως, που φτάσαμε στο σήμερα, τώρα που το άσυλο είναι περισσότερο νομική υποχρέωση, διεκπεραιωτική και γραφειοκρατική επιταγή, παρά ήθος κι αληθινός σεβασμός. Σε λίγους καίγεται καρφάκι κι αν εξαιρέσεις τις κομματικές υστεροβουλίες και τους δεκάρικους, τότε απομένουν ακόμα λιγότεροι μ' ειλικρινές το αίσθημα του ιερού. Κάτω από την σύγχρονη αυτή οπτική, το θεσμοθετημένο άσυλο απομένει και πάλι γράμμα κενό, εφόσον εναποθέτει την προστασία του στον πλέον επικίνδυνο παραβάτη ασύλων, δηλαδή το ίδιο το Κράτος.

Σ' αυτή τη γκρίζα ζώνη, όμως, που μήτε εμείς συνιστούμε συγκροτημένη κοινωνία, μήτε οι «άλλοι» συγκροτημένη δικτατορία, οφείλουμε ν' αντικρύσουμε την πραγματικότητα ως έχει, δηλαδή ένα γκρίζο χυλό. Μήτε να ωρυόμαστε πως ζούμε, τάχα, σε φασιστικό καθεστώς έχει κανένα νόημα, μήτε να επαναπαυόμαστε πως απολαμβάνουμε μια αγαθή και τίμια δημοκρατία. Το δημοκρατικό κράτος μπορεί να μην είναι φασιστικό κατ' όνομα, είναι ωστόσο φασιστικό κατά τόπους και χρόνους. Η φύση του κράτους είναι, ούτως ή άλλως, ολοκληρωτική κι επομένως πρέπει κατά καιρούς να δείχνει τα δόντια του, ειδάλλως θα γίνει περίγελως και του τελευταίου κακομοίρη. Όταν, δηλαδή, μια κοινωνία συντάσσεται γύρω από ένα Κράτος κι όχι αυτόνομα, οφείλει ν' αναγνωρίσει στον προαγωγό της τη δύναμη της πειθούς του, που δεν είναι άλλη από τον κλώτσο και τον μπάτσο.

Ακόμα κι ένας καλοπροαίρετος αστός, μάλλον, προτιμά να εθελοτυφλεί και να χαριεντίζεται, όσον αφορά στον τρόπο που το Κράτος επιβάλλει τη θέλησή του, δηλαδή με την ανήθικη κι ακαλλιέργητη αστυνομική πυγμή. Προφανώς, ο κατά συνείδηση αστός αρνείται ν' αναλάβει τις πολιτικές ευθύνες που του αναλογούν άλλοτε από αδιαφορία, άλλοτε από φόβο, το πιο συχνά μάλλον απ' τη βολή του. Γιατί διαφορετικά θα 'πρεπε να ξεκουνιέται και να βροντά τους δρόμους κάθε τρεις και λίγο, κάθε δηλαδή που καταστρατηγείται οποιαδήποτε έννοια δικαίου κι ευνομίας από τους πολιτικούς ή τους αστυνομικούς λειτούργους του (ο τόνος ορθά). Ή θα 'πρεπε να πιάσει τα θεσμικά εργαλεία που τόσο λατρεύει (την πολιτική και δικαστική του εξουσία, τα ΜΜΕ, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς) και να τα ξεζουμίσει, να τα τραβήξει στ' άκρα τους, απαιτώντας μιαν άμεση αποκατάσταση του μέτρου, αντί μιαν άμεση υπεκφυγή. Προσωπικά, δε θυμάμαι να 'χει συμβεί ποτέ κάτι αντίστοιχο.

* * *

Εκείνο το οποίο συλλαμβάνει η ιερότητα του ασύλου, για το οποίο οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μεσάνυχτα είναι το εξής : μ' οποιοδήποτε μέτρο κι αν συνταχθεί μια κοινότητα ανθρώπων, πάντοτε θα περισσεύει κάτι (οσοδήποτε μεγάλη ή μικρό) το οποίο θα παραμένει άρρητο κι ανένταχτο στην ερμηνεία ή γενικότερα την εξουσία του λόγου. Οι ζωντανές κοινωνίες, ακόμα κι αν δε μπορούνε να το συγκροτήσουν τούτο φιλοσοφικά, ωστόσο νιώθουνε στα σωθικά τους την ισχύ του. Νιώθουνε δηλαδή πως ένα μέρος της ύπαρξης και των σχέσεων ξεπερνά τον άνθρωπο κι επομένως δεν είναι στο χέρι του ούτε η δυνατότητα, ούτε η δικαιοδοσία να το κρίνει. Στις περιπτώσεις αυτές είναι που αναδύεται η έννοια του ιερού, εκείνη δηλαδή η ιδιότητα στην οποία ο άνθρωπος καταφάσκει με σεβασμό δίχως να μπορεί, ωστόσο, να ορίσει.

Ο αστικά φιλελεύθερος νους έχει μάθει να θέτει όρια - ακόμα κι εκεί που δεν χωρούνε - προκειμένου να διαχειριστεί μιαν αντίληψη του κόσμου συνεπή και παστρικιά από ασάφειες. Ετούτη η εμμονή με την τάξη και την καθαρότητα έχει, μάλλον, μια κάποια σχέση με την αποστροφή της αδιάλειπτης ποιητικής συνέχειας της ζωής και τον εναγκαλισμό όχι απλά του ορθολογισμού - ο οποίος δε μας φταίει σε τίποτα - αλλά ενός μονοδιάστατου ορθολογισμού ο οποίος βασίζεται στις απόλυτες διάκρισεις των εννοιών κι ως εκ τούτου, αναπόφευκτα, στις διακρίσεις παντός είδους : κοινωνικές, φυλετικές, επαγγελματικές, φιλοσοφικές και πάει λέγοντας. Ο αστός δεν αντέχει να σηκώσει τον άρρητο πλούτο της πραγματικότητας, κάτι που οδηγεί (ή οφείλεται - άλλη κουβέντα) σε μια ψυχοσύνθεση φοβική και ιδεοληπτική. Εδώ δεν τσουβαλιάζω κοινωνικές ομάδες, αλλά ποιότητες ανθρώπων. Φυσικά και δεν είναι όλοι οι αστοί όμοιοι, παρεκτός φυσικά από εκείνους που πληρώνονται ν' αρθρογραφούν σε φυλλάδες όπως η Athens Voice, η Καθημερινή ή άλλες χειρότερες, οι οποίοι κι έχουν αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά.

Ετούτο ωστόσο είναι αναπόφευκτο σε ανθρώπους που μαθήτευσαν να συνεννοούνται με μεσάζοντα το Κράτος. Προκειμένου να μην χάνεται τίποτα στη μετάφραση, οι έννοιες, οι ορισμοί, οι νόμοι, τα πάντα οφείλουν να συμμορφώνονται σε κάποιο αυστηρό πρότυπο. Διαφορετικά η επικοινωνία θα καταρρεύσει, καθώς οι πολίτες αυτού του τύπου δεν έχουν τίποτ' άλλο κοινό να συνεννοηθούν, πέρα απ' την κρατική ορολογία και το συντακτικό. Στον αντίποδα βρίσκεται η αυτόνομη και λειτουργική κοινότητα των ανθρώπων που θεσμίζουν την κοινότητα αυτή στην άμεση βάση των καθημερινών τους σχέσεων, που λειτουργούν ως πρόσωπα κι όχι απλά ως άτομα. Όπως δηλαδή συμβαίνει σε μια οικογένεια. Μόνο μια τέτοια ζωντανή ομάδα μπορεί να ψυχανεμιστεί την έννοια του ιερού - άρα κι ενός ασύλου - καθόσον το ιερό κοινωνείται βιωματικά κι όχι φορμαλιστικά ή νομοθετικά. Να προσφέρεις, για παράδειγμα, ένα ποτήρι νερό σ' αυτόν που το 'χει ανάγκη είναι μια κίνηση ελάχιστη, αλλά κίνηση ασύλληπτου μεγαλείου. Δεν κατοχυρώνεται όμως νομοθετικά - μάλιστα θα 'ταν παντελώς κενή νοήματος, αν όχι γελοία, μια τέτοια φιλοδοξία. Η αυθόρμητη προσφορά του αναγκαίου μπορεί να στηριχθεί και ν' ανθίσει μόνο στη βάση των κοινών βιωμάτων : της πείνας, της δίψας, της ανέχειας, του πόνου, της απώλειας. Ένας άνθρωπος που δεν του 'χει λείψει ποτέ τίποτα, δε μπορεί εύκολα να νοήσει τούτον τον ξέχωρο, φωτεινό πολιτισμό της προσφοράς, που δεν έχει μετρήσιμο αντάλλαγμα, παρά μόνο την αναγνώριση στον άλλο ενός εαυτού. Έτσι αποκτούν και διαυγέστερο νόημα οι κοινωνικές κατηγορίες, όχι απλά στην ποσοτική βάση μιας οικονομικής μεζούρας (που έχει φυσικά μερίδιο αιτιότητας), μα περισσότερο στην ποιοτική βάση του κοινού τρόπου ζωής. Γι' αυτό κι ο σύγχρονος διαχωρισμός τάξεων τα βρίσκει μπαστούνια : ο εργάτης κι ο βιομήχανος μπορεί να διασκεδάζουν σε διπλανά τραπέζια ή να ψωνίζουν απ' τις ίδιες αλυσίδες καταστημάτων, οπότε μιλάμε για οικονομικό χάσμα από τη μία, αλλά σύμπτωση ήθους απ' την άλλη. Άντε βγάλε μετά άκρη.

* * *

Κι έτσι, ενώ κάποιοι - όχι άστοχα - επισημαίνουν ότι ίσως η πρώτη φορά που έγινε πραγματική χρήση του ασύλου στη μεταπολίτευση ήταν το 2011 με την «κατάληψη» της Νομικής (2, 3) (ουσιαστικά ενός ανενεργού κτιρίου της) από ομάδα μεταναστών απεργών πείνας, θα πρέπει να διαφωνήσουμε ωστόσο ως προς το «πρώτη φορά». Καθώς μια πορεία μαθητών ή μια διαδήλωση, οι οποίες βρίσκουν καταφύγιο από τα δακρυγόνα και την ωμότητα, μέσα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, της Νομικής ή οπουδήποτε αλλού είναι μια τέτοια ακριβώς κίνηση ανθρώπων, οι οποίοι διώκονται και των οποίων η σωματική ακεραιότητα - ή ακόμα κι η ίδια η ζωή ους - τελεί υπό απειλή. Δεν είναι καθόλου υπερβολή ή αστείο, να φοβάσαι για τη ζωή σου όταν σε πλησιάζει μια διμοιρία κανίβαλων με όπλα. Είναι μια πραγματικότητα επιβεβαιωμένη πολλάκις. Θεωρώ πως δίχως να συγκρίνεται άμεσα η ιδιαίτερη φύση των δύο περιπτώσεων (μετανάστες - διαδηλωτές) ωστόσο η ουσία του ασύλου πληρούται σε κάθε περίπτωση τόσο στο γράμμα, όσο και στο πνεύμα της.

Η αντίφαση η οποία μπορεί να λανθάνει συχνά, μεταξύ γράμματος και πνεύματος, πάει κάπως έτσι : ενώ το πανεπιστημιακό άσυλο συγκροτήθηκε πρός όφελος της πανεπιστημιακής κοινότητας, δηλαδή για συγκεκριμένο σκοπό, χρησιμοποιείται για χίλιους άλλους λόγους, συνεπώς γίνεται κατάχρησή του. Αυτά λέει το γράμμα. Το πνεύμα λέει το εξής : το άσυλο είναι ο χώρος εκείνος ακριβώς στον οποίο δεν έχει κανένα δικαίωμα το δίκαιο του ισχυροτέρου. Είναι ο χώρος εκείνος που επιβάλλει στους ανθρώπους να σταματήσουν για λίγο και να φερθούν ακριβώς ως τέτοιοι, δηλαδή ως άνθρωποι αντί για κτήνη. Υπ' αυτή την αντίληψη, η έννοια του ικέτη διαστέλλεται ώστε ν' αγκαλιάζει τον εν γένει αδύναμο, εκείνον που στερείται όχι μόνο ζωής αλλά και φωνής. Σ' αυτή την περίπτωση το Κράτος, δηλαδή ο υπέρτατος ισχυρός μιας επικράτειας - ή ορθότερα η Αστυνομία του, δηλαδή ο υπέρτατος ασύδοτος - είναι κι ο τελευταίος που θα 'πρεπε ν' ανακατεύεται.

Υπάρχει, ωστόσο, κάτι ακόμα που θα πρέπει να επισημάνουμε και το οποίο διαφοροποιεί ποιοτικά το άσυλο που κληρονομήσαμε απ' την αρχαιότητα με τις σημερινές συνθήκες. Είναι γεγονός πως οι σύγχρονες πολιτείες των ανθρώπων, δηλαδή τα έθνη-κράτη, έχουν διασταλλεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Δεν υπάρχει κώχη στη γης και σπιθαμή που να μην ανήκει σε κάποιον, να μην υπάγεται στη δικαιοδοσίας τινός. Γίνεται, δηλαδή, το αδιαχώρητο. Πολύ περισσότερο, με τα πλέγματα των μυριάδων διακρατικών συμφωνιών, κι αυτές οι αυστηρά οριοθετημένες επικράτειες μοιάζουν να διαχέονται ακόμα περισσότερο, μία μέσα στην άλλη, πάνω στην άλλη και πέρα από την άλλη. Η δυνατότητα να αυτο-εξοριστεί κανείς, δίχως το φόβο να εκδοθεί και πάλι πίσω, η δυνατότητα να ζήσει κανείς έξω απ' τις συντεταγμένες πολιτείες σαν ασκητής, σαν άγριος, σα λεύτερος, η δυνατότητα να μαζέψει κανένας τους ομοίους του και να ζητήσει διέξοδο στήνοντας νέες κοινότητες και αποικίες, οι εναλλακτικές ετούτες έχουνε πια εκμηδενιστεί από αιώνες. Θέλω να πω : ο άνθρωπος είχε κάποτε την ελευθερία να κρατηθεί μακριά απ' τους ανθρώπους, ζητώντας άσυλο στη φύση, στο χώρο, στο χρόνο. Στην εποχή μας δεν είναι τέτοια ελπίδα. Τα πάντα κατακυριαρχούνται και τα πάντα ευθυγραμμίζονται. Στις συνθήκες αυτές το άσυλο - ένα οποιοδήποτε άσυλο - έχει πολλαπλάσια σημασία : σε μια παγκόσμια επικράτεια, το άσυλο είναι η πρεσβεία ενός άλλοτε κι ενός αλλού, είναι ένας χωρόχρονος εκτός της γης, όπου η εξουσία και η κατακυριαρχία του ανθρώπου για λίγο παύει και για λίγο ταπεινώνεται. Είναι εκεί όπου φυλάσσονται τα άμετρα και τα αστάθμιστα, τα αδιανόητα και τα αδιαμέριστα, μ' άλλα λόγια εκείνο που 'ναι στον άνθρωπο ανυπότακτο.

* * *

Με βάση τα προηγούμενα, η προσωπική μου θέση είναι νόμισμα με δύο όψεις. Η πολιτική του όψη μου επιτάσσει, δίχως πολλές αμφιβολίες, τη διατήρηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Τη διατήρηση ενός απαράβατου ορίου, απέναντι στην ανεξέλεγκτη βιαιότητα η οποία μπορεί να χαρακτηρίσει έναν ισχυρό γενικά ή ένα κράτος ειδικά - δημοκρατικό ή μη, δεν έχει σημασία. Η διατήρηση αυτή είναι κατά ένα μέρος ουσιαστική, δηλαδή αφορά στο ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας του ασύλου, και κατά ένα μέρος στρατηγική : να μπορεί κάποτε να διωχθεί, να κριθεί δηλαδή και να καταδικαστεί κι αυτό το Κράτος - στο πρόσωπο μιας αλαζονικής κυβέρνησης - μ' αυτά τα ίδια του τα μέσα, δηλαδή το σύστημα απονομής δικαιοσύνης του. Όσο κι αν τέτοιες κινήσεις καταλήγουν συνήθως σε καταδίκη αποδιοπομπαίων τράγων, είναι και τούτο κάτι απ' τ' ολότελα: η βία για λίγο καιρό φιμώνεται, αναδύονται νέες ισορροπίες και η κοινή γνώμη συσπειρώνεται και δυναμώνει.

Η άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή η ενδοσκοπική και αυτοκριτική, μας επιβάλλει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει πράγματι ένα σοβαρό πρόβλημα στον τρόπο που το άσυλο διαμόρφωσε τις και διαμορφώθηκε στις συνειδήσεις μας. Είναι δύσκολο ν' αμφισβητήσει κανείς τις αλλεπάληλες καταχρήσεις, όχι μόνο από τ' αυθαίρετα κι α-πολιτικά στοιχεία μα κι απ' τους καθαυτό δικαιούχους. Υπάρχει καταφανέστατο πρόβλημα κοινότητας, οργάνωσης και συννενόησης κι αυτό θα πρέπει κάπως ν' αντιμετωπιστεί. Πρώτο βήμα φυσικά προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν η κοινή παραδοχή, η αναγνώριση ετούτης της έκπτωσης απ' όλες τις μεριές, δίχως υπεκφυγές και πολιτικαντισμούς : τους καθηγητάδες, το φοιτητικό κόσμο, τη μικρο-αστική κοινωνία, μα και τους εξω-πανεπιστημιακούς πολιτικούς αγωνιστές, οι οποίοι όταν είναι τίμιοι δεν πρέπει να χαίρουν λιγότερου σεβασμού απ' τους υπόλοιπους.

Κάθε πλευρά εκλαμβάνει την άλλη ως εχθρό της κι αν υπάρχει κάποιος κοινός τόπος είναι μονάχα αυτός : η κοινή έλλειψη εμπιστοσύνης κι ο εγωισμός. Αν οι φοιτητές οι ίδιοι δε συγκροτηθούν κάποτε σε ζωντανή κοινότητα, η οποία πρώτη θα νοιάζεται και θα μεριμνά για το χώρο εκείνο, ο οποίος της δίνει ακριβώς τη δυνατότητα να συγκροτείται και να υπάρχει ως τέτοια, κάθε μου σκέψη οδηγείται σ' αδιέξοδο. Γιατί μήτε απ' την αδιάφορη κοινωνία περιμένω προκοπή, μήτε τη μεγαλοψυχία των ισχυρών, μήτε τη μυωπία των επαναστατικών καιροσκόπων. Αν το στοίχημα ετούτο δεν κερδηθεί πρωτίστως απ' την ίδια τη φοιτητική κοινότητα, κόντρα στις πολιτικές ύαινες και τα κοράκια όλων των χρωμάτων, είναι ένα στοίχημα εξαρχής καταδικασμένο, με το άσυλο ή χωρίς αυτό.

(1) Άπατρις @ «Άσυλο: ιστορία, περιεχόμενο και το ανταγωνιστικό κίνημα»
(2) Βασίλης Ξυδιάς @ «Οι μετανάστες κρίνουν το άσυλο»
(3) Θεόδωρος Παντούλας @ «Άσυλο στην υποκρισία»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου