Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Πανεπιστημιακού Ασύλου το ανάγνωσμα [Μέρος 4ο]

6 - Καταλήψεις

Μια κατάληψη, μια παρέμβαση, ένας ξεσηκωμός, δεν πρέπει να νοούνται σαν παραφωνίες της ακαδημαϊκής ευταξίας - του να 'χουμε δηλαδή το κεφάλι μας ήσυχο - ή εκτροπές που χρειάζεται να παταχθούν  άμεσα, μ' αντίθετα μια ζωντανή φωνή, η οποία γυρεύει ν' ακουστεί, ζητά ν' αποκαταστήσει μιαν αδικία, μ' άλλα λόγια μιαν ασυμμετρία. Η φωνή ετούτη, που παλεύει ν' ακουστεί συνήθως άτσαλα, υπονοεί λόγο κι αιτίες κατά πολύ βαθύτερες κι από εκείνες, που οι ίδιοι οι εξεγερμένοι καταφέρνουν συχνά να ψελλίσουν. Ακόμη κι αν τα αιτήματα ακούγονται υπερβολικά ή φαιδρά, το βαθύτερο αίτημα είναι πάντα το δικαίωμα ενός νέου (ή κι οποιουδήποτε) στη ζωή του, μ' άλλα λόγια στις αποφάσεις που τον αφορούν. Μ' όλες τις ενστάσεις που μπορεί κανείς να ορθώσει απέναντι στις ικανότητες αυτής της ηλικίας ν' αποφασίζει για τα μέγιστα, κάθε τίμια συζήτηση οφείλει να καταλήγει ή να ξεκινά απ' την εξής παραδοχή : μιλώντας για φοιτητές μιλούμε ουσιαστικά γι' ανθρώπους αποκλεισμένους, φιμωμένους, χειρίσιμους. Μιλάμε γι' αυτούς σα να μιλούσαμε για μαθητές δημοτικού ή γυμνασίου, που δεν τους πέφτει λόγος και τρώνε και καμιά ανάστροφή στο σπίτι. Μα τα είκοσι δεν είναι τα ίδια με τα δέκα, ούτε με τα δεκαπέντε κι ο άνθρωπος απαιτεί πλέον να τόνε παίρνουν σοβαρά, να τον αντιμετωπίζουν ίσο προς ίσο.

Την πραγματική, δηλαδή τη θεσμοθετημένη εξουσία - όσο κι αν επιμένουν για το αντίθετο πολλοί που καίγονται να επιβεβαιώσουν τις εντυπώσεις τους - δεν την έχουν φυσικά οι φοιτητές, οσοδήποτε μπαχαλάκηδες κι ανώριμοι, μα οι καθηγητάδες κι οι κρατικοί φορείς. Κι αν οι τελευταίοι ετούτοι διακατέχονταν έστω και στον ελάχιστο βαθμό από διάθεση κατανόησης και διαλόγου - αν με άλλα λόγια είχαν συνείδηση της πραγματικής τους ευθύνης, η οποία δεν είναι απλά διεκπεραιωτική, αλλά πολιτική και παιδαγωγική - θ' αναγνώριζαν σ' ετούτες τις διακοπές της ακαδημαϊκής συνέχειας, μια βαθύτερη κοινωνική αναγκαιότητα, μιαν αναπάντεχη αφορμή να θεαθούν εαυτούς και ν' αναθεωρήσουν στάσεις και τακτικές.  Αντί να κλείνουν τα μάτια σ' εκείνους που δεν έχουν παρά έναν μοναδικό τρόπο να εκφραστούν (έστω κι αν είναι υπερβάλων) : τους αδύναμους, τους άσημους, τους υφιστάμενους. Ας αδράξουν την ευκαιρία, λοιπόν, ετούτοι οι δυνατοί και ώριμοι, ώστε ν' αποκαταστήσουν την ισορροπία και τη δικαιοσύνη. Στο κάτω-κάτω, αν την πραγματική εξουσία την είχαν οι «μπαχαλάκηδες» τότε δε θα 'ταν μπαχαλάκηδες, αλλά οργανωμένοι και συντεταγμένοι, με άριστες μάλιστα διασυνδέσεις στα τηλεοπτικά δελτία, στο Πρώτο Θέμα και στην Καθημερινή, όπου η εικόνα τους θα παρουσιαζόταν εντελώς διαφορετική.

Οι φοιτητές δεν είναι ούτε εγκληματίες, ούτε παράνομοι, ούτε ανήθικοι. Είναι εκείνοι - και συχνά οι μόνοι - που παλεύουν να συγκροτήσουν τις έννοιες, να βρουν το σωστό λόγο, την κατάλληλη αναλογία, ψαχουλεύοντας τα σωθικά τους και το περιβάλλον τους. Οι φοιτητές είναι το διαρκές ερώτημα, που ο μεσήλικας απάντησε άπαξ, μόνο και μόνο για να το κουκουλώσει, δηλαδή να το θάψει διαπαντός. Είναι ο οίστρος που αναγκάζει την κοινωνία ν' αντικρύσει τον εαυτό της καταπρόσωπο (δηλαδή ένας τον άλλον) και να ζωογονηθεί, αντί να ψιμυθιώνεται μπροστά σε κάτοπτρα. Ένα «έκτροπο», λοιπόν, είναι το καμπανάκι, είναι η αφορμή για μια κοινωνία ή μια κοινότητα να προχωρήσει μπροστά και να συνειδητοποιηθεί ως τέτοια. Μ' άλλα λόγια να ξεκινήσει, το λιγότερο, έναν διάλογο, αντί για μία σειρά συλλήψεων. Αυτό, φυσικά, ισχύει για τις περισσότερες κοινωνικές αναταραχές κι όχι μονάχα για τις πανεπιστημιακές.

Σημείωση #1

Είναι, επίσης, σφάλμα να ονομάζονται «καταληψίες», όσοι καταφεύγουν στη χρήση του ασύλου κι είναι ένας εύκολος τρόπος ν' αποσυνδέσεις τις έννοιες, ώστε να αιτιολογήσεις οποιαδήποτε ηθική ασυδοσία. Είναι εύκολο να ξεχωρίσει τις διαφορές, οποιοσδήποτε στέκει καλοπροαίρετος. Μια εξέγερση, φοιτητική ή άλλη με γνήσια αιτήματα, χρησιμοποιεί το άσυλο ώστε να μη φιμωθεί ο λόγος της από τις συλλήψεις, μια μαθητική πορεία ώστε να βρει καταφύγιο από την άκριτη αστυνομική βία, ένας οποιοσδήποτε ρημαγμένος από την ανάγκη ν' αποκτήσει πρόσωπο και να γίνει φανερός σε μια σουρεαλιστική κοινωνία, που περί άλλα τυρβάζει. Μια αλλοπρόσαλλη εξέγερση, ωστόσο, όταν δεν έχει πρόσωπο κι άρα δεν έχει δυνατότητα διαλόγου, όπως οι σπασμωδικοί επετειακοί ξεσηκωμοί ή άλλοι, είναι ηλίου φαεινότερον πως δεν πρόκειται γι' αληθινούς ικέτες, παρά για ανθρώπους με χαλασμένο μπούσουλα ή κακομαθημένους ομφαλοσκόπους. Πώς περιμένουν τελικά, οι άνθρωποι ετούτοι που επιλέγουν να μην έχουν πρόσωπο, πώς περιμένουν από τον οποιονδήποτε να τους αντιμετωπίσει σοβαρά και ως πολίτες;

Σημείωση #2

Το Σεπτέμβριο του 2018 παραδόθηκε, επίσης, ένα πρώτο πόρισμα πάνω στα ζητήματα της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ειρήνης . Δεν βλάπτει να του ρίξει κανείς καμιά ματιά. Φανερώνει αν μη τι άλλο πως αν υπάρχει καλή διάθεση και ψυχραιμία μπορούν να συγκεντρωθούν ένα σωρό βελτιωτικές προτάσεις, οι οποίες παρακάμπτουν σχεδόν εντελώς την αστυνομική παράμετρο, αναζητώντας ένα κοινό μέτρο κι έναν κοινό τόπο. Προκειται για μια πρώτη προσέγγιση, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αφελής στα σημεία. Ωστόσο, τούτο θα ήταν μικρό κακό αν υπήρχε πραγματική διάθεση απ' όλες τις μεριές να βρεθεί μια συναινετική λύση. Δυστυχώς, οι αντιδράσεις ήταν τόσο χαμηλού επιπέδου και πολιτικάντικες, ώστε δε διαφαίνονται και πολλές ελπίδες προς αυτή την κατεύθυνση.

Σημείωση #3

Μάλλον είναι αληθές, αλλά κι ανοιχτό προς συζήτηση, πως πάνω στην κωλοκαούρα τους να οργανώσουν μιαν αντίσταση, οι εμπνευστές των καταλήψεων συχνά εκβιάζουν τ' αποτελέσματα μ' ελλιπείς ψηφοφορίες και μαγειρέματα. Μπορώ να το καταλάβω, αν όντως συμβαίνει, έχοντας την εικόνα της αδιάφορης πλειοψηφίας, που δυσχεραίνει οποιοδήποτε πολιτικό αγώνισμα με την παθητικότητά της. Κι ωστόσο, μια κατάληψη νομίζω πως οφείλει να «νομιμοποιείται» απ' την πραγματική πλειοψηφία. Δίχως την τελευταία, καταντάει τελικά καταχρηστική και βλαπτική, ακόμη και για δίκαια αιτήματα. Φυσικά, δεν είναι άστοχο να ελπίζει κανείς πως η μαχητικότητα και το ευγενές πάθος του μέρους για το δίκαιο μπορεί να κινητοποιήσει και να εμπνεύσει κάποτε κι αυτό το ίδιο το σύνολο. Φιμώνοντας έτσι το μέρος φιμώνει κανείς και την ελπίδα. Αλλά πόσο συχνά το πάθος είναι ευγενές και οι στόχοι δίκαιοι; Κι αν δεν είναι δική μου δουλειά μα της ίδιας της κοινότητας να κρίνει, κατά πόσο η κοινότητα των φοιτητών συνιστά τελικά κοινότητα κι όχι άγονο συνονθύλευμα ατόμων; 

* * *

7 - Μπαχαλάκηδες & καταστροφές

Το πλέον σοβαρό κομμάτι της όλης αστικής φιλολογίας και παραφιλολογίας και - μη γελιώμαστε - το πλέον δυνατό χαρτί για να κερδίσει κανείς την «κοινή γνώμη». Το σχόλιο ετούτο θα 'πρεπε να 'ναι ολόκληρο κεφάλαιο από μόνο του, αλλά μιλώντας εξ ανάγκης χοντρικά, θα μπορούσαμε ίσως να διακρίνουμε τα ακραία στοιχεία στις παρακάτω κατηγορίες :

(α) θερμοκέφαλοι αγωνιστές
(β) ΜΑΤ
(γ) παρακρατικοί και προβοκάτορες
(δ) κοινοί εγκληματίες

Για τους κοινούς εγκληματίες - όπως ήδη μιλήσαμε στο [3] - δεν υπάρχει τίποτα να σχολιάσει κανείς κι ούτε καλύπτονται από καμία πολιτική πρόφαση ή επίφαση. Άσχετοι με τα όσα συζητούμε εδώ, κοινοί εγωϊστές, η σχέση τους με την κοινωνία, το πανεπιστήμιο και την κουβέντα μας είναι κυρίως κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος. Ούτε για τους όποιους προβοκάτορες και παρακρατικούς, όμως, είμαι σε θέση να σχολιάσω οτιδήποτε. Σκιώδεις, εξαφανισμένοι μέσα σ' ένα ζόφο προθέσεων, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι από μέλη της Ασφάλειας ως μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης. Ετούτο το θέμα στέκει παντελώς ξένο προς τις γνώσεις και την ιδιοσυγκρασία μου και δηλώνω αδυναμία οποιασδήποτε υπεύθυνης γνώμης - πέραν δηλαδή της καταδίκης. Αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι βαρύνουσα παράμετρος, που χρήζει περαιτέρω μελέτης.

Τα ΜΑΤ τ' αναφέρω για λόγους που θα μπορούσαν να είναι και προφανείς : η ωμή δύναμη είναι πάντα άκριτη και ασεβής, είτε προέρχεται από α-κρατικούς, είτε από παρα-κρατικούς, είτε από κρατικούς. Οι κτηνάνθρωποι διαφέρουν μονάχα ως προς το βαθμό οργάνωσης. Κανείς δεν εγγυάται πως η δράση των ΜΑΤ καθαυτή δεν πρόκειται να προκαλέσει ζημιές και μάλιστα ασύμμετρα μεγαλύτερης κλίμακας : για παράδειγμα, δε γνωρίζω κατά πόσο έχει εξεταστεί επαρκώς ο ισχυρισμός πως η πυρκαγιά του Πολυτεχνείου το 1991 προκλήθηκε τελικά από κροτίδες των ΜΑΤ και παρακρατικούς, παρά τους όποιους καταληψίες. Τα ΜΑΤ είναι η άλλη όψη του μπαχαλάκια, μόνο που η όψη ετούτη φέρει τη στρογγυλή σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας και φυσικά περίστροφο. Άτομα στην πραγματικότητα ανεξέλεγκτα, γεμάτα ψυχοπαθολογίες, συμπλεγματικοί και μισάνθρωποι. Είναι οι μπαχαλάκηδες εκείνοι, απ' τους οποίους κατά πάσα πιθανότητα δε θα τη σκαπουλάρεις μόνο με μερικούς μόλωπες

Για τους «ευγενείς», ωστόσο, εξω-πανεπιστημιακούς, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το άσυλο ως στρατηγικό ατού για τις σπασμωδικές εξεγέρσεις και τις πολεμικές τους, νομίζω πως τελικά το ευτελίζουν, θυσιάζοντας στις ψευδείς αναγκαιότητες του εφήμερου ένα χώρο κι ένα αίσθημα, που τους ξεπερνά κατά πολύ σε αξία. Όχι δίχως κάποιο θράσος από μέρους μου, θεωρώ μεγάλο μέρος από τούτη την επαναστατική φιλολογία του δρόμου ψευδοεπαναστατικό, για τον απλό λόγο πως δεν έχει την παραμικρή σύνδεση με την κοινωνία, μα κυρίως με ιδεολογήματα και αντιδραστικά κακέκτυπα. Ισχυρίζεται, παρόλα αυτά, πως αναλαμβάνει δράση και έργα εκ μέρους της κοινωνίας (όπως εύκολα μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί από τις κατά τόπους και χρόνους προκηρύξεις), δίχως φυσικά καμία εξουσιοδότηση, πέραν της προσωπικής ευαισθησίας ή καύλας. Όλοι ετούτοι, δίχως να είναι πραγματικοί ικέτες - συνεπώς ιεροί και διαχρονικοί - μήτε και αληθινοί μαχητές, κοντόφθαλμοι, ανοργάνωτοι και αλαζόνες, καταχρώνται το κοινωνικό σώμα και το αίσθημα σεβασμού προς όφελος μιας εκτόνωσης, δίχως αντίκρυσμα και άγονης. Πολύ χειρότερα, «κουράζοντας» το επαναστατικό ζητούμενο με την στείρα επανάληψη των ίδιων μοτίβων, απομακρύνουν την κοινωνία από τη δυναμική της επαναστατικής αντίστασης και την κρατούν μακριά από το γνήσιο μήνυμα του ξεσηκωμού, το οποίο δεν είναι μόνο η αντίσταση αλλά και η σύνθεση. Είμαι βέβαιος ότι όλος αυτός ο εξεγερτικός αχός, δεν κρύβει μόνο «πλέμπα» αλλά και ψυχές πραγματικά ελεύθερες, ατιθάσευτες κι ακτινοβόλες. Τι να τις κάνουμε, ωστόσο, όταν επιθυμούν να καούν μονάχες τους κι όχι να ριχτούν μέσα στους ανθρώπους και να τους μπολιάσουν;

* * *

Θα μπορούσε κανείς, συνεχίζοντας, να προβεί στη μια ανάλυση μετά την άλλη για κάθε ξεχωριστή κατηγορία και τελειωμός να μην είναι. Όλα ετούτα δε βγάζουν νόημα της προκοπής, αν δεν πιάσουμε να σκεφτούμε συνολικά κι όχι για κάθε παραφωνία ξέχωρα. Κι η αναζήτηση του συνολικού μας οδηγεί αναπόφευκτα στην αναζήτηση μιας ευθύνης. Γιατί πέραν συνταγμάτων και νομοθεσιών, φιλοσοφίας και δικονομίας, εκείνο που λείπει παντελώς, η παράμετρος πάνω στην οποία θεμελιώνεται τελικά το αδιέξοδο, είναι η παντελής έλλειψη ευθύνης και διάθεσης, εκ μέρους φυσικά όλων, αλλά κυρίως εκείνων στους οποίους το άσυλο πρωτίστως αφορά, δηλαδή εκ μέρους των φοιτητών και των καθηγητών. Στη συνέχεια θα επιμείνω ιδιαίτερα στους πρώτους, καθώς δε θυμάμαι να έχει γίνει ποτέ επίκληση του ασύλου απ' τη μεριά καθηγητών - εκτός κι αν είναι να μιλήσουν για την άρση του. Το κύριο εξεγερσιακό στοιχείο (εκτός ιδιαίτερων περιπτώσεων) είναι προφανώς το φοιτητικό. Για τη συγκεκριμένη κατηγορία συμπολιτών μας, αν βάλουμε στην άκρη τους αδιάφορους που κοιτάνε να πιουν κάνα καφέ, να τελειώνουν τη δουλειά τους και να φύγουν (σ' αυτή την κατηγορία θα τοποθετούσα και τον εαυτό μου, την εποχή εκείνη), η ρήση που θαρρώ συγκεφαλαιώνει την ιδιοσυγκρασία τους είναι : και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Κι εξηγούμαι.

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, η κοινωνία στηρίζεται σε κάθε φάση της σε συγκεκριμένες ισορροπίες. Μια «σχολή» επαναστατικής σκέψης θα προτιμούσε να δει τα πάντα να καταρρέουν και να διαλύονται, προκειμένου να συσταθεί η κοινωνία εκ νέου, σε νέες ισορροπίες και τιμιότερες βάσεις. Ετούτη η προσέγγιση είναι, φυσικά, μία από τις δυνατές προσεγγίσεις και δε μονοπωλεί την εξεγερτική νοοτροπία. Ευτυχώς, κατά τη γνώμη μου, καθότι δεν αντιλαμβάνεται διόλου το κοινωνικό κόστος ή το θεωρεί αναπόφευκτο δεινό, όμως με πολύ αλαφρύτερη καρδιά απ' ότι θα επέτρεπε μια ειλικρινής και βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Υπερτιμά το θετικό δυναμικό που κρύβει ο άνθρωπος, τη στιγμή που υπάρχουν βάσιμες υποψίες πως ξεθυμαίνει γρήγορα όταν δεν συνδυαστεί με άλλους παράγοντες. Υπόψιν πως τους άλλους αυτούς παράγοντες, όπως να πούμε δημιουργικότητα, οργάνωση, αλληλεγγύη, ενότητα, διαλεκτική διάθεση, εμπιστοσύνη δε θα τα συναντήσει κανείς με τα καντάρια εντός των επαναστατικών κύκλων. Μια περαντζάδα απ' το ήθος των διαλόγων που αναπτύσσονται π.χ. στο Indymedia (κι αλλού) αφήνει τον αναγνώστη μ' ανάμεικτα συναισθήματα, αν όχι μ' απροκάλυπτη ξινίλα. Αλλά χρησιμοποίησα ετούτο το ακραίο παράδειγμα, όχι ως αντιπροσωπευτικό, όσο για να υπονοήσω το κενό που δημιουργείται όταν κανείς καταλύει οτιδήποτε και την ευθύνη που φέρει για τούτο το κενό.

Στο βαθμό που η κοινωνία δεν αλλάζει ή αλλάζει με πολύ δειλά και ανεπαίσθητα βήματα, θα πρέπει να υπολογίζουμε στο μυαλό μας τις ήδη διαμορφωμένες ισορροπίες, ώστε με κάθε ανατροπή ή αντικατάσταση να μεριμνούμε, στο βαθμό του εφικτού, για 'κείνο που πρόκειται να καλύψει το έλλειμμα, το οποίο δημιουργείται από τη δράση μας. Μ' όλα τα στραβά της, η Αστυνομία διαχειρίζεται ετούτη τη στιγμή έναν συγκεκριμένο όγκο παραβατικότητας - νοώντας την τελευταία, για χάρη της συζήτησης, με την εντελώς συμβατική της ερμηνεία και διάσταση - κι έχει την οργάνωση και το δυναμικό (υλικό κι ανθρώπινο), το οποίο απαιτείται για τούτη τη δουλειά. Οποιοσδήποτε επιθυμεί να υποκαταστήσει τον όποιο προστατευτικό της ρόλο θα πρέπει, προφανώς, να το 'χει σχεδιάσει με τρόπο τέτοιον, ο οποίος να μην αφήνει την ευθύνη μετέωρη και τους ανθρώπους ή τους θεσμούς ακάλυπτους. Το άσυλο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια τέτοια περίπτωση. Η αποτυχία π.χ. των αναρχικών - με όλη την καλή τους διάθεση - να ελέγξουν την (συντονισμένη;) επικράτηση των ναρκωτικών στην πλατεία Εξαρχείων είναι μια ένδειξη των πρακτικών δυσκολιών, που μας απασχολούν. Αν επιθυμούμε - καλώς - να κρατούμε την Αστυνομία μακρυά από το πανεπιστήμιο ή αλλού, θα πρέπει ωστόσο να προτείνουμε (και να εφαρμόζουμε) λύσεις για τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργούνται από εξω-πανεπιστημιακά λούμπεν στοιχεία, θερμοκέφαλους «σύντροφους» που διαρκώς χαϊδεύουμε, ανεξέλεγκτους συμφοιτητές ή καθηγητές (1) και, φυσικά, την κοινή εγκληματικότητα.

Κι ωστόσο, από τα προσωπικά φοιτητικά χρονια έως και σήμερα - στο βαθμό που αντιλαμβάνομαι ακόμη τα πράγματα, μέσω των μαθητών μου που τώρα σπουδάζουν ή σπούδασαν - ουδέποτε θυμάμαι το φοιτητικό κόσμο να συγκροτήθηκε ως ζωντανή κοινότητα, με πραγματικό νοιάξιμο για το χώρο στον οποίο συμβιώνει - με την ευρύτερη διάσταση του χώρου, εννοώντας και τους ανθρώπους που περιλαμβάνει. Δεν είναι καθόλου προπαγάνδα των καθεστωτικών μέσων η αδιαφορία του μέσου, πολιτικοποιημένου ή όχι φοιτητή κι αρκεί κανείς να χαζέψει ένα αμφιθέατρο ή τον όποιο χώρο μετά από μια συνέλευση ή μια κατάληψη. Δε θα κάνω φτηνή αντιπολίτευση μιλώντας γι' αφίσες, συνθήματα και τα σχετικά. Θα μιλήσω ωστόσο για τη μπίχλα που απομένει ως μάρτυρας της ανθρώπινης διπροσωπίας : χυμένοι καφέδες, πλαστικά σκουπίδια, μισοφαγωμένες τροφές, αποτσίγαρα. Οι άνθρωποι ετούτοι έχουν ακόμα την πασοκική νοοτροπία των παππούδων τους : να κάνουμε τη δουλειά μας και στον πούτσο μας τα υπόλοιπα. Προσοχή εδώ, δε μιλώ για την κρατική απουσία προϋπολογισμού καθαριότητας ή επισκευών, η οποία είναι απείρως καταφανέστερη από την όποια νεανική «ασυδοσία» κι όποιος δεν τη βλέπει είναι απλά υποκριτής. Αρκεί μια βόλτα στο Καποδιαστριακό, ώστε να μετρήσει κανείς σε πόσα του φταίει ο φοιτητής και σε πόσα η εικόνα κρατικής εγκατάλειψης κι ερήμωσης, για να βρει ένα σωστό μέτρο σύγκρισης προτού πετάξει τη μαλακία του.

(Παρένθεση)

Ο αστός, εκτός από την τάξη και τη νομιμότητα, έχει μια εμμονή με την καλαισθησία (πανάθεμά τον) στο βωμό της οποίας είναι διατεθειμένος να θυσιάσει κάθε ανθρώπινη διάσταση. Το πιο απλό και χαρακτηριστικό παράδειγμα - τετριμμένο πια - είναι πως δεν τον ενδιαφέρει πού ακριβώς θα καταλήξει ένα πρεζόνι, ένας άστεγος, αρκεί να μην του χαλάνε τη βιτρίνα ενός καταστήματος. Το 2016 ο αστικός κόσμος έφριττε με την αδιανόητη εικόνα του ΑΠΘ να 'χει μετατραπεί σε κάμπινγκ «αναρχο-απλύτων», με αφορμή το φεστιβάλ «No Border» (2). Να μην τα πολυλογώ, αν χαζέψει κανείς τις φωτογραφίες και τα video, στην πραγματικότητα, θα μείνει εντυπωσιασμένος από την καθαριότητα και την τάξη του χώρου - όταν μάλιστα η επίσκεψη της δημοσιογράφου ήταν incognito κι απρογραμμάτιστη. Δε μπορεί, επίσης, παρά να επικροτήσει την ακεραιότητα της «υπευθύνου», η οποία δεν της απαγορεύσε την είσοδο, αλλά μάλιστα τη συνόδευσε - βέβαια, κάπως αποτρεπτικά - καθώς η δημοσιογράφος δεν έπαυε να είναι μια άγνωστη, μέσα σ' ένα χώρο ευθύνης. Εκείνο, όμως, που πιθανότατα δεν παρατηρεί κανείς εύκολα είναι η αντίθεση μεταξύ των ζωηρών χρωμάτων της φυσικής ατμόσφαιρας και της ευχάριστα νωχελικής ανθρώπινης συνύπαρξης, από τη μία, και της άψυχης, αποθαρρυντικής, ψυχρά διεκπεραιωτικής εικόνας των εσωτερικών πανεπιστημιακών χώρων, από την άλλη. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ένδειξη βαρβαρισμού, όταν η ζωή που ξεχειλίζει επιθυμεί συνειδητά-ασυνείδητα να μπολιάσει τα πάντα με την παρουσία της. Τα συνθήματα, οι αφίσες, κάθε αυθόρμητη παρέμβαση στο χώρο - που δεν είναι απλή βρωμιά - δεν είναι παρά η αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου να δαμάσει το περιβάλλον στο βλέμμα του, να οικειοποιηθεί το ξένο και ανοίκειο, να θερμάνει το ψυχρό, να δώσει μορφή στο απρόσωπο. Αν η αισθητική του γκράφιτι δεν αποτελεί κομμάτι της αστικής αντίληψης, ωστόσο, δεν αναιρείται το γεγονός πως πρόκειται για έναν ιδιαίτερο κώδικα μιας άλλης κοινότητας, που διόλου δεν αφαιρεί από το χώρο, αλλά τον εξυψώνει - ακόμα κι αν ετούτο δε γίνεται άμεσα αντιληπτό ή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

(Κλείνει η παρένθεση)

Πιάσαμε, όμως, το πλέον ανώδυνο κομμάτι, εκείνο του καθημερινού πολιτισμού και της συμπεριφοράς. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι αν στα ελαφρύτερα η φοιτητική «κοινότητα» αποτυγχάνει - τουλάχιστον, σε βαθμό εμφανή - ποια περιμένουμε να είναι η συμβολή και η προσφορά της στα σοβαρότερα, εκείνα δηλαδή τα οποία έχουν να κάνουν με την ασφάλεια του χώρου, τη φύλαξη, την επίλυση των διαφορών, τις ακραίες συμπεριφορές, τη διατήρηση ενός κοινού ήθους; Αν με ρωτούσατε αν ο φοιτητικός κόσμος σήμερα αξίζει το άσυλό του, θα σας απαντούσα πως από πολιτική σκοπιά αναμφισβήτητα, μ' από τη σκοπιά της δικής του υπευθυνότητας και ωριμότητας αποτυγχάνει παταγωδώς.

Φυσικά, μην ξεχνούμε πως για τ' οποιοδήποτε άσυλο συνυπεύθυνη είναι κι ολόκληρη η κοινωνία - μην απομονώνουμε, κατά τα συμφέροντα. Δεν αρκεί να εφησυχαζόμαστε στη νομική κατοχύρωση, προκειμένου να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια, παρατώντας την επίλυση των προβλημάτων σ' εκείνους ακριβώς, από τους οποίους το άσυλο ορίσθηκε να μας προστατεύει - μ' άλλα λόγια, την κρατική και την αστυνομική αυθαιρεσία. Το παράδοξο ετούτο συμβαίνει για τον πιο απλό λόγο : η κοινωνία παραμένει πρακτικά και ανησυχητικά αδιάφορη - οι μεν δεξιοί ψάχνοντας αφορμή γι' ανώδυνες καταδίκες, οι δε αριστεροί για πολιτικές αρπαχτές.

Σημείωση #1

Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κι εκτενή ανάλυση επιδίδεται κι ετούτος ο Αλέξανδρος Απ. Μαντζούτσος (3), φανερά υπέρ της κατάργησης. Αξίζει να διαβαστεί ακόμα κι από διαφωνούντες, καθώς εξετάζει το ζήτημα όχι φυσικά από κάθε δυνατή μεριά - κάτι που είναι απίθανο να καταφέρει κανείς - αλλά σχεδόν από κάθε δυνατή μεριά την οποία μπορεί να φανταστεί ένας καθαρόαιμος αστός. Μ' όλη, ωστόσο, την «αγαθή» του διάθεση, γενικεύσεις όπως η παρακάτω :

« Και οι «ισχυροί» του ελληνικού πανεπιστημίου είναι προφανώς οι «κουκουλοφόροι», οι «καταληψίες», οι «ηγέτες» των φοιτητικών παρατάξεων και οι κάθε είδους «κακοποιοί» οι οποίοι βρίσκουν καταφύγιο στους χώρους των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. »

όπου μπαίνουν στο ίδιο καζάνι οι κακοποιοί με τους καταληψίες, αδικεί τη νοημοσύνη τόσο του ιδίου, όσο και του αναγνώστη του. Κι ακόμη, όχι, οι «ισχυροί» του πανεπιστημίου δεν είναι φυσικά οι προηγούμενοι, παρά μόνο σε δεδομένες στιγμές. Ή θα μπορούσαμε να πούμε, ορθότερα, πως έχουν κι αυτοί κάποια μορφής εξουσία, μα όχι ΤΗΝ εξουσία. Στο κάτω-κάτω, ετούτο δεν είναι η σύγχρονη δημοκρατία μας, παρά μια πάλη εξουσιών; Σε αντίθεση με την αρχαιότητα όπου άπαντες μετείχαν εξίσου στη διακυβέρνηση, η δυτικογενής δημοκρατία του διαχωρισμού των εξουσιών σε ανομοιογενείς πολιτικές ομάδες βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την σύγκρουση και την ισορροπία των ετερογενών δικαίων ή συμφερόντων. Το να υπάρχουν, λοιπόν, πολλά και διάφορα είδη «εξουσιών» σε κάποιον χώρο, τούτο εξασφαλίζει τη δημοκρατικότητα, σε αντίθεση με την ολοκληρωτική επικράτηση του μονόλογου και του μονοδιάστατου.

Σημείωση #2

Είναι σωστό, ωστόσο, να παραδεχτούμε πως οι καταχραστές του ασύλου είναι ουσιαστικά και καταλύτες του. Δε μπορώ να σκεφτώ την παραμικρή δικαιολόγηση ενός ικέτη που γίνεται αλαζόνας καταστρέφοντας και βλασφημώντας και νομίζω πως οι συνέπειες θα πρέπει να καταπέσουν επάνω του δριμύτερες, καθότι ασεβής ο ίδιος επιθυμεί να εκμεταλλευτεί την ευσέβεια των αλλονών. Αν το άσυλο είναι στη δικαιοδοσία του «θεού», πρώτος ο επηρμένος εγκαταλείπει το θεό άρα κι απ' το θεό εγκαταλείπεται κι απ' τους ανθρώπους. Μπορεί να 'ναι ωραία όλα ετούτα και καθαρογραμμένα, αλλά καταλήγουμε και πάλι σε αδιέξοδο : ποιος τελικά θα κρίνει τι συνιστά κατάχρηση του ασύλου και τι όχι; Για πολλούς η κατάληψη μια Σχολής, ακόμα και προς διεκδίκηση δίκαιων αιτημάτων, συνιστά παρόλα αυτά εκτροπή και συνεπώς θα πρέπει να πατάσσεται. Είναι σωστό να εξισώνεται η εγκληματική επίθεση και η εμπορία ουσιών μ' έναν πολιτικό αγώνα και μια φωνή που αγωνίζεται ν' ακουστεί; Κατά τη γνώμη μου, σε καμία περίπτωση.

Παραπομπές

(1) Νατάσσα Αργυράκη @ «Γιατί δεν πρέπει να καταργηθεί το πανεπιστημιακό άσυλο»
(2) «Σκηνές απείρου κάλλους στο ΑΠΘ: Μετατράπηκε σε "κοινόβιο" »
(3) Αλέξανδρος Μαντζούτσος @ «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ: δημοκρατική κατάκτηση ή θεσμοθετημένη ασυδοσία;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου