Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Πανεπιστημιακού Ασύλου το ανάγνωσμα [Μέρος 1ο]

Για το πανεπιστημιακό άσυλο έχουν ειπωθεί τα πάντα. Άρθρο πάνω, άρθρο κάτω, σταγόνα στον ωκεανό. Όταν όμως τα πάντα έχουν ειπωθεί, το μόνο που απομένει σε κάποιον είναι να πάρει θέση. Να πάρει θέση, όχι κάτω από την πίεση κανενός ασπρόμαυρου μανιχαϊσμού, ούτε γιατί ελλείψει θέσης θα βρεθεί εχθρός και μόνος έναντι όλων. Μακριά από μας ετούτες οι εκβιαστικές στρατολογήσεις ιδεολογικών μισθοφόρων. Οφείλει κανείς να πάρει θέση πολιτικά, στο βαθμό που οι περιστάσεις απαιτούν τελικά τη λήψη μιας απόφασης. Διάβασα και ξαναδιάβασα ό,τι πιο εύκαιρο κατάφερα να αλιεύσω απ' το διαδίκτυο, συζήτησα με κόσμο δεξιά και κόσμο αριστερά και τώρα οφείλω στον εαυτό μου να συμμαζέψω λίγο τον καταιγισμό σκέψεων - ενίοτε και αντιφατικών. Θα προτιμήσω την πεζή απαρίθμηση διακριτών συλλογισμών, καθώς ένα πλήρες και ολοκληρωμένο κείμενο με ειρμό και συνέπεια είναι, στην παρούσα φάση, υπεράνω των δυνατοτήτων μου. Το βασικότερο ελάττωμα σ' αυτή την προσέγγιση είναι πως συχνά θα επανέρχομαι και θα επαναλαμβάνομαι. Δεν έχει σημασία. Αν αποσταχθεί τελικά κάποια ουσία, απ' όλα ετούτα, ίσως κάποτε να την εμφιαλώσω σε καταλληλότερο δοχείο.

* * *

1 - Ιστορικότητα του θεσμού

Στη μικρή ετούτη αναδίφηση, δεν πρόκειται να μας απασχολήσουν οι ιδιαίτερες ιστορικές λεπτομέρειες του θεσμού, τοπικά ή πανευρωπαϊκά. Ούτε, πάλι, θ' ασχοληθουμε με την ιδιαίτερη φόρτιση την οποία προσέλαβε το άσυλο στα πρώτα χρόνια της δικής μας μεταπολίτευσης.

Θεωρώ το πρώτο ως μια χλιαρή ακαδημαϊκή ανησυχία, η οποία επί του παρόντος στέκει αποπροσανατολιστική απ' την ουσία : ασχέτως του πώς ή πότε δημιουργήθηκε, έχουμε ωστόσο ένα άσυλο. Το διατηρούμε και το υπερασπιζόμαστε, έχει δηλαδή κάποιο νόημα για μας, ή το καταλύουμε και προχωρούμε τη ζωή μας για το καλύτερο ή για το χειρότερο; Νομίζω είναι σφάλμα κι άσχετο να συνδέουμε το άσυλο με την ιστορικότητά του, είτε από ιδρύσεως πανεπιστημίων, είτε μεταγενέστερα. Ο λόγος δηλαδή που επιθυμούμε το άσυλο δε μπορεί να είναι η διαχρονικότητά του, γιατί τότε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς το ίδιο και για τη βασιλεία ή τη σκωληκοειδή απόφυση. Ετούτο είναι, φυσικά, άγονος συντηρητισμός. Η διαχρονικότητα είναι, βεβαίως, ένδειξη κάποιου ήθους, μα όχι κι απόδειξη αυτού, καθόσον θα μπορούσε να είναι απλά τυπολατρική. Το ζητούμενο είναι αν μια οποιαδήποτε κοινωνία διατηρεί το ήθος ετούτο ζωντανό, αν είναι μέρος του ανασασμού της. Μιλούμε, φυσικά, για το ήθος εκείνο, που γεννά κι υπερασπίζεται άσυλα, είτε μετατρέπει σε άσυλο την ίδια την κοινωνία. Είτε έχουμε κάτι ιερό να προστατεύσουμε - αληθινά κι όχι του καναπέ - είτε απομένουμε κλασομπανιέρες κι αεράκηδες. Τα υπόλοιπα είναι εγκυκλοπαιδικότητες.

Η δεύτερη επισήμανση, η ιδιαίτερη δηλαδή φόρτιση του πανεπιστημιακού ασύλου στη χώρα μας, αφορά σε μιαν αλήθεια τόσο γυμνή, που δε χρειάζεται υπεραναλύσεις : είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα, όπου στρατιωτικό άρμα σοδόμισε ένα χώρο πολιτικά ιερό, σχεδόν από τη φύση του. Βάλε τώρα εσύ με τη λογική και τη φαντασία σου τις συμβολικές (και όχι μόνο) διαστάσεις, που μπορεί να πάρει ένα τέτοιο γεγονός στη λαϊκή συνείδηση. Την τελευταία ετούτη επισήμανση τη βρίσκω τόσο εξόφθαλμα ευνόητη και δεδομένη - αν δεν ονομάζεται κανείς Πλεύρης - ώστε δεν υπάρχει κανένας λόγος να σχολιαστεί περαιτέρω. Αν οφέλησε ή όχι τελικά η νομική κατοχύρωση είναι, βεβαίως, ένα ανοιχτό θέμα προς συζήτηση, αλλά νομίζω πως είναι τίμιο και τούτο το ερώτημα : τι 'ναι εκείνο που στραβώνει πρώτο, το άσυλο ή η κοινωνία;

Αξίζει, φυσικά, τον κόπο ν' αναφέρει κανείς πως - εξαιρώντας την κορύφωση των γεγονότων της 17ης Νοεμβρίου - το άσυλο, τουλάχιστον θεωρητικά, τελούσε υπό κάποια στοιχειώδη κατάφαση ακόμα κι υπό το απριλιανό καθεστώς, εφόσον το τελευταίο αναζητούσε ενίοτε προφάσεις άρσης του.

Διάφορα Ιστορικά

Τα “Γαλβανικά”, η πρώτη παραβίαση πανεπιστημιακού ασύλου στην Ελλάδα

Όταν ο αστυνόμος Μπαϊρακτάρης πολιορκούσε το Πανεπιστήμιο

Άσυλο: ιστορία, περιεχόμενο και το ανταγωνιστικό κίνημα

180 χρόνια κρατά η συζήτηση για το πανεπιστημιακό άσυλο

* * *

2 - Το νομοθετικό ζήτημα

Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει κανείς, σαν πιάσει να μελετήσει τις ισχύουσες νομοθεσίες από το '82 - θέτοντας στην άκρη τις μικροδιαφορές - είναι πως ο νομοθέτης φροντίζε σε κάθε περίπτωση για την απρόσκοπτη επέμβαση σε αυτόφωρες κακουργηματικές πράξεις ή πράξεις κατά της ζωής. Πράγμα που σημαίνει στις περιπτώσεις εκείνες όπου η πράξη δεν χωράει κάτω από κανέναν πολιτικό προσχηματισμό κι είναι απλά ένα αδικαιολόγητο έγκλημα και μάλιστα παγιωμένο στη κοινωνική συνείδηση ως τέτοιο, όπως π.χ. η εμπορία ναρκωτικών, ένας φόνος, ένας βιασμός.

Εδώ δε θα μιλήσουμε ούτε για τις καταλήψεις και τις καταστροφές, ούτε για τις τετριμμένες διενέξεις μεταξύ φοιτητών και καθηγητών, όπου σπανιότερα απ' όσο θα επιθυμούσανε τα ΜΜΕ και σαν ανάψουνε τα αίματα, μπορεί να σηκωθεί και κάνα χέρι εκατέρωθεν. Τέτοιες αψιμαχίες, οσοδήποτε σοβαρές ή τραγελαφικές, είναι χρέος να λύνονται επί τούτου από την παρέμβαση της ίδιας της πανεπιστημιακής κοινότητας (εφόσον υπάρχει κάτι τέτοιο) κι όχι απ' το άγαρμπο, εξουσιαστικό τσαλαπάτημα του όποιου κράτους. Το κράτος δεν πρέπει να έχει τον παραμικρό λόγο, ως αυτεπάγγελτος τρίτος όταν ο τιμιότερος λόγος που ξέρει να εκφέρει είναι ο αστυνομικός. Περισσότερα για τούτο το ιδιαίτερο θέμα θα γίνει αργότερα.

Εφόσον, λοιπόν, ο νομοθέτης έχει προβλέψει και ο πολιτικός κόσμος αποδεχτεί (κοντεύουν σαράντα χρόνια, μ' εξαίρεση τις νεοδημοκρατικές ευαισθησίες) ετούτη τη μέση οδό της υπό όρους επέμβασης, τότε που βρίσκεται το πρόβλημα;; Γιατί δηλαδή χρησιμοποιούνται, υπέρ της άρσης του ασύλου, επιχειρήματα τα οποία καλύπτονται ήδη, αν όχι προσχηματικά; Δύο λόγους μπορώ να σκεφτώ :

(α) είτε τα επιχειρήματα είναι, ακριβώς όπως έγραψα προηγούμενως, προσχηματικά κι ο αληθινός λόγος της άρσης είναι άλλος από αυτόν που παρουσιάζεται,

(β) είτε, όπως έχει ειπωθεί πολλάκις, η Αστυνομία, αποφεύγει για λόγους διακριτικότητας ή κοινωνικού/πολιτικού κόστους να πράξει ακόμα και το αυτονόητο, όταν της δίνεται η ευκαιρία κι η αφορμή είναι θεμιτή.

Όσον αφορά στο πρώτο, δεν είναι σκοπός μου εδώ να εξετάσω ή να αναλύσω τους αληθινούς λόγους (αν  είναι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ή άλλοι), παρά μόνο να υποδείξω αυτή την ασυνέπεια. Αν, από την άλλη, οι επικεφαλής της Αστυνομίας στέκονται, σε κάθε περίπτωση, διστακτικοί στη λήψη αποφάσεων - είτε για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας (όχι δικής τους απαραίτητα), είτε προς αποφυγήν μιας δύσκολα ελεγχόμενης κλιμάκωσης - τι ακριβώς ελπίζει κανείς ν' αλλάξει ως προς αυτό, με τη διαπαντός άρση του ασύλου και την ακύρωση της όποιας νομοθετικής αιγίδας; Τι είναι αυτό, δηλαδή, που θα κάνει τις αστυνομικές διοικήσεις περισσότερο θαρρετές, ως προς τις αντιδράσεις τους;

Μα προφανώς (για τη χρονική στιγμή που μιλούμε), τι άλλο από την πολιτική κάλυψη, την οποία θα χαίρουν εκ μέρους μιας κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο δεν προτίθεται να διώξει καμία αστυνομική εκτροπή, μ' αντιθέτως επικροτεί κιόλας τον υπερβάλοντα αστυνομικό ζήλο. Στο βαθμό, όμως, που ο κατασταλτικός φορέας χαίρει όντως ετούτης της πολιτικής κάλυψης, τελικά δεν υπάρχει καμία απολύτως αναγκαιότητα για παραπανίσια μέριμνα : η Αστυνομία θα μπορούσε να επιτελέσει απερίσπαστη το όποιο έργο της μέσα στα ήδη υπάρχοντα νομικά περιθώρια, δίχως τη δυσκαμψία και τις επιφυλάξεις τα οποία θα μπορούσε να συνεπάγεται μια αναποφάσιστη κεντρο-αριστερή κυβέρνηση. Καταλήγουμε, ως εκ τούτου, στο συμπέρασμα (αν έχουν κάποια ισχύ τα προηγούμενα) πως η άρση του ασύλου δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη νομιμοφροσύνη, ως προς την οποία ουδέποτε υπήρξε σοβαρό κώλυμα, μα περισσότερο με τη διάθεση να κατασταθεί σαφές ποιος είναι εκείνος που κάνει, τελικά, κουμάντο.

Φυσικά, ετούτη η κυβερνητική επίφαση αποφασιστικότητας δεν είναι πολιτικός λόγος, καθώς ο μόνος πολιτικός λόγος είναι ο διάλογος. Η ΝΔ κατέστησε σαφές πως δεν έχει τέτοια διάθεση. Διαφορετικά, τα μέτρα θα έπονταν ενός αποτυχημένου διαλόγου, παρά θα προηγούνταν ως προϋποθέσεις του. Η ΝΔ αίρει όχι τίποτε υπαρκτά εμπόδια, τα οποία δυσχέραιναν το ειλικρινές έργο των κυβερνήσεων ίσαμε σήμερα, μα προκειμένου να διευκολύνει το δικό της ιδιαίτερο έργο - όχι φυσικά εκείνο της τάξης και της νομιμότητας, το οποίο έχει καταντήσει ανέκδοτο προτού καλά-καλά συμπληρώσει τον πρώτο μήνα θητείας. Προοικονομώντας τις επόμενες κινήσεις της και το ενδεχόμενο να εγείρουν έντονες αντιδράσεις, η ΝΔ φροντίζει από τώρα να μπορεί να πατάσσονται οι φοιτητικές ανησυχίες κι οι όποιες καταλήψεις, δίχως να 'χει συγχρόνως κανένα νταλκά να δικαιολογήσει τις πράξεις τις, εφόσον θα είναι πλέον σύννομες.

Ένα ελάχιστο ζήτημα ακόμη, σε όλα εκείνα που ακούει κανείς συχνά από τα στόματα των υπέρμαχων της άρσης δεν είναι τα επιχειρήματα καθαυτά - τα οποία πιθανότατα ν' ακούγονται και λογικά - μα τα νοήματα που βρίσκονται κρυμμένα ανάμεσα στις λέξεις, με άλλα λόγια, στον τρόπο και στο ήθος έκφρασης. Για έναν υποψιασμένο αναγνώστη δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσει στον κυρίαρχο δεξιό λόγο τ' αποτυπώματα της έπαρσης, της συναισθηματικής φόρτισης και του απωθημένου, του αυταρχισμού και της απολυταρχίας - ή αν το θέλετε περισσότερο ποιητικά, το ίχνος του μονοδιάστατου, του άγονου και του νεκρού.

Σημείωση #1

Ακούγοντας σήμερα μια συνέντευξη της Νίκης Κεραμέως, ειπώθηκε κάτι λογικοφανές. Ο νόμος, ισχυρίζεται, ουσιαστικά υπεκφεύγει των ευθυνών του. Προφανώς, για να χαρακτηριστεί κάτι ως κακούργημα θα πρέπει αυτό ακριβώς : κάποιος να το χαρακτηρίσει, ώστε να είναι η αστυνομία νομικά κατοχυρωμένη. Είτε τώρα πρόκειται για την πρυτανεία, είτε γι' άλλο όργανο, όλοι καταλαβαίνουμε πως η ρύθμιση ετούτη καταντά μια χρονοβόρα γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία δεν έχει ελπίδες να τελεσφορήσει παρά κατόπιν εορτής. Της απαντάει, σε κάποιο βαθμό, ο καθηγητής Σαρηγιάννης στο #2, πιο κάτω.

Τώρα, δε χρειάζεται να είναι κανείς φιλόσοφος για ν' αντιληφθεί πως οι γραφειοκρατικές διαδικασίες είναι αναπόφευκτα χρονοβόρες, όση καλή διάθεση και να υπάρχει. Φυσικά, στους καθημερινούς μας προβληματισμούς, δεν αντιμετωπίζουμε αναλόγως τις αντίστοιχες καταστάσεις. Συνήθως, κουνάμε το κεφάλι, συγκατανέβοντας μελαγχολικά : πόσες φορές έχει ακούσει κανείς για περιπολίες συνεπείς στα ραντεβού τους : την ώρα της διάρρηξης, το λεπτό του βιασμού ή τη στιγμή του φόνου; Σχεδόν εξ ορισμού το έγκλημα προηγείται και δεν είναι παρά θέμα τύχης να το προλάβει κανείς εν τη τελέσει του. Είναι, δηλαδή, άδικο να επιρρίπτουμε τις ευθύνες στο άσυλο ή άλλες υπεκφυγές, όταν πουθενά στην κοινωνία η δράση δεν είναι όσο άμεσος θα επιθυμούσαμε - εκτός κι αν είσαι τράπεζα. Στο σημείο αυτό, τον πρώτο λόγο δέον θα ήταν να τον έχει η πρόληψη, μα τούτα είναι βέβαια ψιλά γράμματα για οποιαδήποτε κυβέρνηση, πόσο μάλλον για μία δεξιά.

Το πρόβλημα στις κουβέντες αυτές είναι πως πρέπει ο πολίτης να κάτσει και να σπουδάσει νομικά, προκειμένου να παρακολουθήσει τους σοφιστικούς συλλογισμούς κάθε πλευράς, δίχως κενά ή παγίδες. Εφόσον, ωστόσο, σε κανένα από τ' άρθρα του συρμού δε διευκρινίζεται διαφορετικά, δικαιούται πράγματι κανείς να χαρακτηρίσει το νόμο αδικαιολόγητα ασαφή ως προς το ποιος μπορεί να καταγγείλει ποιον και σε ποιον. Αδικαιολόγητα απούσα βλέπω, επίσης, οποιαδήποτε φοιτητική πρόταση ή αντιπρόταση (μέχρι εκεί που βάσταξε η έρευνά μου), ώστε ν' απλοποιηθούν και να διευκολυνθούν οι επεμβάσεις για τις δυο-τρεις κακουργηματικές πράξεις, οι οποίες μας βρίσκουν όλους σύμφωνους - όπως έγινε π.χ. στο ΑΠΘ το 2018. Η ανευθυνότητα προφανώς δεν είναι μόνο κρατική : η θεσμοθέτηση συνιστά μια χαρά άλλοθι και για τη φοιτητική ραθυμία του πέρα βρέχει, οι οποίοι φυσικά νίπτονται χειροπόδαρα.

Τώρα, εύλογα ερωτήματα που προκύπτουν από τα προηγούμενα, για κάποιον αδαή :

α. Κάθε φορά που συντελείται κακούργημα, εκτός πανεπιστημίου υπάρχει κάποιος που το χαρακτηρίζει, πέραν της Αστυνομίας;

β. Είναι δουλειά του πανεπιστημιακού οργάνου να χαρακτηρίσει το έγκλημα, όταν και το ίδιο θα βασίζεται μόνο στη μαρτυρία του καταγγέλοντα; Ποια η διαφορά με το να γίνει η καταγγελία απευθείας στην Αστυνομία;

γ. Πόσο δύσκολο είναι πια, μετά από τόσες δεκαετίες, να μην έχει ακόμη επιτευχθεί μια κοινά αποδεκτή λύση, όσον αφορά στις εξώφθαλμες παραβιάσεις όπως καταγγελίες βιασμών ή εμπορίας; Πού κρύβεται η υστεροβουλία και πού η ανικανότητα σ' αυτή τη διελκυστίνδα αποτυχίας σύμπασας της κοινότητας;

Σημείωση #2

Επί του ζητήματος του χαρακτηρισμού, ο καθηγητής Γ.Μ.Σαρηγιάννης τοποθετείται ως εξής :

«Για ένα τέτοιο συμβάν -ισχυρίζονται οι κύκλοι αυτοί- μέχρι να συγκληθεί το Πρυτανικό Συμβούλιο ή έστω να ειδοποιηθεί ο πρύτανις να επιτρέψει την είσοδο της Αστυνομικής Αρχής και το έγκλημα θα έχει συντελεστεί και οι δράστες θα έχουν διαφύγει (συνήθως αυτά συμβαίνουν βραδινές ώρες με ελάχιστη παρουσία μελών της Πανεπιστημιακής Κοινότητας).

Νομίζω ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όχι ο πρύτανις (ή το Πρυτανικό Συμβούλιο ή η Σύγκλητος) χρειάζεται να πάρει Αποφάσεις, αλλά αρκεί ο απλός κλητήρας υπηρεσίας, ο οποίος μπορεί να καλέσει το «100» να αντιμετωπίσει το συμβάν, χωρίς κανένα πρόβλημα «παραβίασης του Πανεπιστημιακού Ασύλου».

Οχι ο κλητήρας, που σίγουρα έχει πείρα από την εργασία του, αλλά και η γάτα μου σίγουρα μπορεί να ξεχωρίσει μια πολιτική πράξη από μια παραβατικότητα του κοινού Ποινικού Δικαίου και είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο συμβάν.

Το γιατί δεν θεσπίζεται μια τέτοια διάταξη, είναι απλώς η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης: ο φοιτητικός χώρος δεν εμπιστεύεται τη Διοίκηση και δεν είναι σίγουρος ότι δεν θα κληθεί το «100» ή ολόκληρη διμοιρία των ΜΑΤ, όχι για να συλλάβει δυο κλεφτρόνια, αλλά για μια πολιτική πράξη όπως αυτές που αναφέρθηκαν πριν.»

Σημείωση #3

Με αφορμή μια ατάκα του Απόστολου Δοξιάδη, πως ο νόμος του 1982 ήταν καταστροφικός, ακόμα κι αν στέκει, διαβάζοντας τις περιστάσεις και τις διαστάσεις τις εποχής εκείνης, έχω την εντύπωση πως υπήρχε μια κοινωνική πίεση - δεν είχαν περάσει καν δέκα χρόνια από το Πολυτεχνείο - η οποία καθιστούσε τη θεσμοθέτηση, σε κάποιο βαθμό, αναπόφευκτη. Αν επομένως, στη μετεξέλιξη του θεσμού, αναδύθηκε κάποια καταστροφική παράμετρος, μάλλον θα πρέπει ν' αναζητήσουμε τα αίτιά της σε λόγους βαθύτερους των νομικών. Είναι το ίδιο με το ερώτημα που έθεσα νωρίτερα: τι 'ναι που στραβώνει πρώτο, η κοινωνία ή το άσυλο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου