Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Πολιτική χωρίς Πολίτες (Μέρος 1ο)

«Σήμερα ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς να 'χουμε καν μεταξύ μας γνώρα. Σε καιρό εκλογών συναντόμεθα με συλλαλητήρια ∙ ακούμ' εκεί τις ψεύτικες ή φαντασιοκόπες αρχές ενός υποψήφιου και γυρνάμε σπίτι μας. Το Κράτος έχει τη φροντίδα για όλα τα ζητήματα που αποβλέπουνε στο κοινό συμφέρο ∙ αυτό και μόνο έχει δικαιοδοσία να επαγρυπνά ώστε να μη βλάπτουμε το συμφέρο του πλησίον μας και, αν τύχει και το βλάψουμε, να επανορθώνει το κακό τιμωρώντας εμάς». (Π. Κροπότκιν, "Αναρχία" (1896) - Εκδ. Ηριδανός, σελ. 92)

Θεωρώ ότι δεν υπάρχουν σήμερα, ως επι το πλείστον, υπεύθυνοι πολίτες. Δεν κρίνω, βεβαίως, την πρόθεση, κρίνω το πρακτικό αποτέλεσμα, τη δράση ή τη δυνατότητα δράσης. Αν θα θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, θα μπορούσαμε απλώς να αναρωτηθούμε, οι περισσότεροι από εμάς, κατά πόσο ασχολούμαστε με τα κοινά, για τα κοινά – δηλαδή, στο βαθμό που η ενασχόληση αυτή δεν αποτελεί εργασιακή δραστηριότητα. Δεν εννοώ τα κοινά υπό την έννοια της οικολογικής συνείδησης, της υπεύθυνης οδήγησης, κλπ. Όχι. Όλα ετούτα είναι πολύ σημαντικά, όμως εδώ ενδιαφέρομαι για το ζήτημα της συμμετοχής του πολίτη στις αποφάσεις που αφορούν την ευρύτερη κοινωνία του, είτε θέλετε να την ονομάσουμε κράτος, είτε έθνος, είτε πατρίδα, είτε τέλος πάντων όπως κατανοεί ο καθένας το μέγεθος αυτού του συνόλου, που ονομάζουμε Ελλάδα.

Φυσικά και υπάρχουν ένα σωρό καλοπροαίρετοι ψηφοφόροι (διόλου δε θα χάσω τα λόγια μου για τους κακοπροαίρετους), οι οποίοι γεμάτοι περίσκεψη και σοβαρότητα προσφεύγουν στις κάλπες, κάθε τέσσερα χρόνια, απατώμενοι και αυταπατώμενοι πως απορρίπτοντας τα μεγάλα κόμματα ή επιλέγοντας τα μικρότερα, κάτι κάνουν. Ίδια λογική με αυτή ενός χάμστερ που μπορεί, λαχανιασμένο μέσα στον περιστρεφόμενο τροχό του, να θεωρεί ότι ο κόσμος ολόκληρος γυρίζει χάρη σ’ αυτό. Όμως οι κανόνες έχουν στηθεί από άλλους κι έχουν στηθεί έτσι ώστε να εξυπηρετούν αυτούς και μόνον αυτούς. Όσο εξακολουθούμε να παίζουμε με τους κανόνες τους, όσο επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να συμμετέχουν σε αυτό το κωμικό κρυφτούλι, δε μπορούμε να ελπίζουμε πως θα υπάρξει ποτέ αληθινή δημοκρατία.

Εις άτοπον απαγωγή

Έτσι συμβαίνει, λοιπόν, κάθε τέσσερα χρόνια: εξαντλούμαστε, θέτοντας τη λογική μας ενώπιον ψευδο–διλημμάτων. Αγωνιούμε, εκνευριζόμαστε, επιδιδόμαστε σε ατέρμονες επιχειρηματολογίες, εντυπωσιαζόμαστε από εμβριθείς ή παθιασμένες αναλύσεις, κι έπειτα επιστρέφουμε στη χειμερία νάρκη μας το ίδιο αμέτοχοι, το ίδιο εγωιστές, εξίσου αδύναμοι, φοβισμένοι ή μπερδεμένοι όπως και πριν, έτσι και για άλλα τέσσερα χρόνια. Για λίγες μέρες ή ώρες, ενσαρκώνουμε ρόλους ηρώων, θυμόσοφων ή έστω και απλών κομπάρσων, κι εκεί – είτε μας αρέσει, είτε όχι – πρέπει να παραδεχτούμε πως ο ρόλος μας τελειώνει. Τι κι αν μια μικρή μερίδα εξακολουθεί να δραστηριοποιείται και να πολιτεύεται, σε τοπικό επίπεδο. Πιστεύω πως όλοι είμαστε εξοικιωμένοι, με τα συνήθως σκοτεινά κίνητρα τέτοιων ενασχολήσεων: φανφαρονισμοί, χρεωμένοι δήμοι, καταχρήσεις, σκάνδαλα, βολέματα ημετέρων, κλπ. η λίστα είναι ατελείωτη. Δεν αμφισβητώ φυσικά εκείνους, όσοι αφιερώνονται με ειλικρίνεια και πάθος σε τίμιες επιδιώξεις. Όμως, τόσο λίγοι για τόσο λίγο. Να το πούμε κι αλλιώς: το μείζον πιθανόν, δεν είναι παρά το ήσσον δυνατόν.

Το έχουμε πλέον καταλάβει καλά: το υπάρχον σύστημα δεν συμπαθεί τον πραγματικά υπεύθυνο πολίτη – αν υπάρχει μια τέτοια έννοια, δίχως να συνιστά ουτοπία. Κι αυτό, γιατί ο τελευταίος είναι ένας πολίτης που συμμετέχει, ενημερώνεται, παλεύει ακατάπαυστα, με άλλα λόγια έχει δύναμη. Κι έπειτα, ο υπεύθυνος πολίτης δεν υπολογίζει με τετραετίες, αλλά συχνότερα. Μετράει το κράτος και τον εαυτό του, με το μήνα ή με τη βδομάδα, αν όχι και με την ημέρα. Έτσι πρέπει, σχεδόν καθημερινά να παλεύει κανείς, ώστε να μην υπηρετεί ο ίδιος τη μοίρα του, αλλά εκείνη να υπηρετεί αυτόν. Μα – θα μπορούσε ν' αντιτείνει κανείς – αν κάποιος επιθυμεί πραγματικά να δράσει συνολικότερα, όλα ετούτα είναι αμπελοφιλοσοφίες και υπεκφυγές. Η Δημοκρατία του παρέχει τη δυνατότητα μέσω των τοπικών αυτοδιοικήσεων, των εργατικών συνδικάτων, συλλόγων, απεργιών, διαδηλώσεων, κλπ. Μα έτσι καταλήγουμε σ’ ένα είδος υπο–πολίτη – αυτό που όλοι καλά γνωρίζουμε – που δεν έχει παρά λόγο έμμεσο, λόγο κριτικής και όχι λόγο δημιουργίας. Αυτό που θέλω να πώ είναι: ποιο είναι το νόημα της «λαϊκής εξουσίας» αν δεν υπάρχει διόλου αυτή η εξουσία; Αν εξαντλείται απλά στην εκλογή «αντιπροσώπων», δίχως κανέναν ενεργό ρόλο στη λήψη αποφάσεων; Σαν τον τελευταίο λοστρόμο, βαυκαλιζόμαστε αντλώντας νερά από τα αμπάρια, όταν ο κάθε αδαής ή μεθυσμένος (από την εξουσία) καπετάνιος ξωκοίλει ή μετράει παγόβουνα. Και λέμε ότι κάτι κάνουμε, αλλά το μόνο που μπορούμε είναι να τσιρίζουμε "παρ' τ' αλλιώς, καπετάνιο!", καθώς φουσκώνουμε απεγνωσμένα τα σωσίβιά μας (όποιος, φυσικά, προλάβει να αρπάξει ένα).

Πωλείτ-ευμα σε τιμή ευκαιρίας

Όμως, έτσι επιτάσσει το πολίτευμά μας: Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, σου λέει ο άλλος! Το λέει και το Σύνταγμα! Λέει βέβαια και Προεδρευομένη, αλλά ποιος δίνει πια σημασία! Δεν νομίζω να υπάρχει σώφρων Έλληνας σήμερα, ο οποίος διαβάζοντας το 1ο άρθρο του Συντάγματος, δεν καταρρέει στο πάτωμα κλαυσίγελος. Αλλά το Σύνταγμα ΔΕΝ είναι ΠΑΝΩ απ’ το λαό! Τώρα αν είναι δίπλα στο λαό, κάτω απ’ το λαό ή λίγο δεξιά του, αυτό δεν το ξέρω. Στην ουσία, θεωρώ πως είναι ΓΙΑ το λαό. Θα ήταν πάνω του, αν μας το είχε χαρίσει σκαλισμένο σε πεντελικό μάρμαρο, κανένας Έλληνας Μωϋσής. Αλλά, καλώς ή κακώς, δεν είναι θέσφατο. Κατακτήθηκε και στοιχειοθετήθηκε μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, αναγκαιότητες και (φυσικά) αγώνες, άρα είναι κάτι που αλλάζει και μάλιστα επιβάλλεται να αλλάζει, κάθε φορά που αυτό είναι αναγκαίο. Όχι, φυσικά από τους «αντιπροσώπους» του λαού – με πονηρές πλειοψηφίες ή νομικά σκαριφήματα, αυτά είναι γελοιότητες – αλλά από τον ίδιο το λαό. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν το πολίτευμα ετούτο, τουλάχιστον με την υπάρχουσα μορφή, έχει ψοφήσει από καιρό κι εμείς επιβιώνουμε, σα νεκροφάγες ύαινες, μονάχα με τα αποφάγια του. Όποιες ιστορικές αναγκαιότητες κι αν εξυπηρέτησε καλώς αλλά, κατά τη γνώμη μου, αυτές έχουν πάψει πλέον να υφίστανται και το μόνο που "εξυπηρετείται" πια είναι η οικογενειοκρατία και η μασαμπούκα. Τα προβλήματα έχουν αλλάξει, ο κόσμος ολάκερος έχει αλλάξει – εδώ και αιώνες – και συνεχίζει να αλλάζει ραγδαία, όμως εμείς (κι εδώ δε μιλάω μονάχα για την Ελλάδα) ψάχνουμε ακόμα το δήμαρχο, το χωροφύλακα ή το μπαμπά μας, να μας λύσει τις διαφορές.

Εκφωνήσεις θεμάτων

Τίθενται λοιπόν τα εξής ζητήματα:

α. Μπορεί ο σημερινός πολίτης να συμμετάσχει δραστικότερα στην εξουσία;
β. Αν ναι, οι υπάρχοντες μηχανισμοί διευκολύνουν – ως θα όφειλαν – τον πολίτη σε αυτό του το έργο ή στέκονται εμπόδιο;
γ. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, υπάρχουν ρεαλιστικές προτάσεις, ώστε η συμμετοχή των πολιτών να γίνει αμεσότερη; Δε μιλάω εδώ για επαναστάσεις και «ουτοπίες»! Άλλη κουβέντα, ποιο είναι το όραμα του καθένα ή τι χρειάζεται να συμβεί μακροπρόθεσμα. Φυσικά, διανοητές απείρως ικανότεροι από εμένα έχουν από χρόνια στοχαστεί πάνω σε τούτα τα ζητήματα κι έχουν προτείνει πολιτικές και κοινωνίες, με εξαιρετική κατανόηση και σύνεση. Όμως εδώ, με απασχολεί το άμεσο, το αίτημά μου παλεύει με το «εδώ και τώρα» ή, τουλάχιστον, με το «αύριο» και όχι για το «κάποτε». Εδώ μιλάμε για μικρά αλλά ουσιαστικά βήματα, μιλάμε ξεκάθαρα: μπορεί το υπάρχον πολιτικό σύστημα να μετουσιωθεί, με μια ή δυο καίριες παρεμβάσεις, ώστε να αλλάξει δραστικά ο ρόλος του πολίτη, αν είναι δυνατόν από σήμερα;

Προτεινόμενες απαντήσεις

Η απάντησή μου στο τελευταίο ερώτημα είναι «πιθανότατα ναι» και τα βήματα που – κατά την άποψή μου – απαιτούνται για αυτό ΑΜΕΣΑ, είναι:

1ον. Αλλαγή του εκλογικού νόμου κι επιστροφή, ξανά, στην απλή αναλογική.
2ον. Μετάθεση μέρους της νομοθετικής εξουσίας στον λαό, μέσω συχνότερων δημοψηφισμάτων, για καίρια ζητήματα εσωτερικής ή εξωτερικής πολιτικής.

Αλλά αυτά σε επόμενες αναρτήσεις... [Μέρος 2ο]