Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Πανεπιστημιακού Ασύλου το ανάγνωσμα [Μέρος 3ο]

4 - Ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας

Ό,τι πιο πιασάρικο, καθότι λειτουργεί κι ως μπαλαντέρ, τόσο από τους πολέμιους του ασύλου όσο κι από τους υποστηρικτές, ο καθένας φυσικά για τους δικούς του λόγους. Στην πραγματικότητα, η κατοχύρωση ετούτη είναι από τις πλέον ευνόητες σ' ένα δημοκρατικό καθεστώς και αρκεί η συνταγματική της κατοχύρωση. Το ίδιο, φυσικά, θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς και γενικότερα για το άσυλο ή οποιοδήποτε ανθρώπινο δικαίωμα, πως δηλαδή στα πλαίσια μιας συνταγματικά θεμελιωμένης δημοκρατίας οι περισσές δικλείδες στερούνται παντελώς νοήματος. Τούτο θα το εξετάσουμε από μόνο του, αργότερα.

Το πρόβλημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, λοιπόν, είναι ισοδύναμο μ' εκείνο οποιασδήποτε άλλης ελευθερίας : η ίδια η δημοκρατική ουσία θα έπρεπε να την υπονοεί, χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις. Τέτοιες διευκρινήσεις γίνονται απαραίτητες για καθεστώτα, εντός των οποίων οι ελευθεριακές ευαισθησίες δεν χαίρουν ούτως ή άλλως καμίας εκτίμησης. Γιατί, για παράδειγμα, να κατοχυρωθεί η ακαδημαϊκή ελευθερία σ' ένα ναζιστικό καθεστώς ή μια δικτατορία, αν όχι δηλαδή για λόγους προπαγάνδας; Όπερ άτοπον. Κι όσον αφορά στην δημοκρατική μας περίπτωση πλεονασμός.

Η προσέγγιση αυτή μας οδηγεί σε μια αναπόφευκτη υποψία :  επιβαρύνοντας κάτι ζωντανό και λειτουργικό με μιαν έξτρα παράμετρο (το άσυλο, δηλαδή, με τη νομική του κατοχύρωση), μπορεί τελικά τούτο ν' αποβεί εις βάρος του. Φαντάζομαι πως κάτι τέτοιο, υπονοεί ο Απόστολος Δοξιάδης σε προηγούμενο σχόλιο. Αν το άσυλο ήταν πράγματι περιττό, η νομική θεσμοθέτησή του - στο βαθμό που δε θα μπορούσε να προσθέσει τίποτε περισσότερο - θα ήταν φόβος ν' αφαιρέσει κάτι, τελικά να το καταντήσει αντικείμενο κατάχρησης. Η ανησυχία αυτή, διόλου παράλογη, βασίζεται ωστόσο στην αξιωματική του άσπρου-μαύρου : είτε έχουμε δημοκρατικό καθεστώς, είτε δεν έχουμε. Ετούτοι οι αγαθοί (;) προθέσεων νόες, ολίγον τι αφελείς, υπονοούν ότι η δημοκρατία μας μπορεί να μην είναι τέλεια, αλλά τα ελαττώματά της είναι καθαρά δημοκρατικού τύπου : κακή οργάνωση, κάποιος βαθμός διαφθοράς, οικονομική στενότης και τα σχετικά σεμιναριακά. Αρνούνται να παραδεχτούν πως ένα σημαντικό ποσοστό φασισμού και υποκόσμου διαπλέκεται και παρασιτεί στα σωθικά της, χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς εξουσίας προς όφελός του. Αρνείται να παραδεχτεί πως το δημοκρατικό του καθεστώς, δεν είναι μόνο ο «πολιτισμός» του Μουσείου της Ακρόπολης, αλλά και τα ματοβαμμένα πλακάκια των αστυνομικών τμημάτων.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, ισοπεδώνει : πού χάθηκαν, άραγε, όλοι εκείνοι οι υπερβάλοντες ενός προηγούμενου συστήματος, οι άνθρωποι εκείνοι που συλλάμβαναν, ξεφτίλιζαν και βασάνιζαν κατά συρροή, εκείνοι οι πλήρεις ζήλου δημόσιοι υπάλληλοι που «έκαναν τη δουλειά τους» κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και λίγο μετά; Μιλώ, φυσικά, για το αστυνομικό πρόβλημα. Υποθέτω πως απορροφήθηκαν από το νέο σύστημα κι εξακολούθησαν να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα - πέραν δηλαδή της αναγκαιότητας να περιορίσουν κάπως το ζήλο τους. Το τέρας της Χούντας δεν εξαφανίστηκε, φυσικά, εν μία νυκτί. Μ' άλλα λόγια, εξαρθρώθηκαν οι δικτάτορες μα η δικτατορία ουδόλως. Συνέχιζε να ζει, ν' αναπνέει και να λανθάνει, κάτω απ' το πετσί της νεόκοπης δημοκρατίας και με κάθε ευκαιρία έδειχνε πως τα δόντια του παρέμεναν εξίσου κοφτερά με πάντα. Η καχυποψία ενός δημοκρατικού ατόμου απέναντι στο άσυλο έχει κάτι απ' την αφέλεια, την ανοησία ή την εθελοτυφλία ενός ανθρώπου που αρνείται να παραδεχτεί την αστυνομία του ή γενικότερα τη βία, η οποία σαρκώνεται από τον κρατικό απολυταρχισμό, δημοκρατικό ή άλλο. Γιατί ένα κράτος δε μπορεί παρά να είναι απόλυτο κι οι διαδοχικές κυβερνήσεις, άλλες τ' οπλίζουν περισσότερο κι άλλες το αφοπλίζουν, αλλά το κράτος παραμένει διαρκώς, ως  μία από τις πιο κοινές μεταμφιέσεις του θανάτου. Νομίζω πως δεν υπάρχει καλύτερη αλληγορία για την αστική εθελοτυφλία από την κινηματογραφική εκείνη σκηνή, όπου η εβραία παλλακίδα του γερμανού διοικητή, φανερά εκνευρισμένη, χώνει το κεφάλι κάτω απ' το μαξιλάρι της, την ίδια στιγμή που ο τελευταίος, ακροβολισμένος στην προσκείμενη βεράντα, πυροβολεί αδιακρίτως αιχμαλώτους με την ελπίδα να σκοτώσει την πλήξη του [Λίστα του Σίντλερ, 1993 > 1:13:45].

* * *

Οι πολέμιοι του ασύλου υπονοούν, ωστόσο πολύ πιο πεζά, ότι το άσυλο βλάπτει τελικά τις ακαδημαϊκές ελευθερίες παρεμποδίζοντάς τις, με βασικότερο αίτιο την ασυδοσία των ταραχοποιών ή άλλων ακραίων στοιχείων. Με άλλα λόγια, οι καθηγητές δε μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν σωστά ούτε τη διδασκαλία τους, ούτε την έρευνά τους. Οι λόγοι μπορεί να είναι οι εξής βασικοί:

(α) Καταστροφή πανεπιστημιακού υλικού
(β) Απειλές
(γ) Παρακώλυση εισόδου (ή εξόδου, αναλόγως περιστάσεων)

Καταρχάς, να σημειώσουμε για τα (α) και (β) πως δε νομίζω να υπάρχουνε πολλοί κι απ' οποιονδήποτε πολιτικό χώρο, οι οποίοι θα συμφωνούσαν με ανάλογες πρακτικές. Στις περισσότερες περιπτώσεις φυσικά δεν υπάρχει άμεση πρόθεση, αλλά αδυναμία ελέγχου των θερμοκέφαλων ή των εξω-πανεπιστημιακών. Προσωπικά επιμένω πως η διατήρηση ενός ασύλου συνεπάγεται και μεγάλη ευθύνη, κάτι που δε φαίνεται πως γίνεται πάντοτε αντιληπτό από τους φοιτητές, συνθέτοντας και οργανώνοντας ομάδες περιφρούρησης, κανόνες δεοντολογίας ή ό,τι άλλο χρειάζεται. Μ' άλλα λόγια, δεν είναι οι φοιτητές «σπίρτα», ως θα όφειλαν, στις ιδιαίτερες επιταγές των κινητοποιήσεων ή της καθημερινότητας, αλλά ολίγον  «μπούφοι» και νωθροί, αμάθητοι στην πραγματική ευθύνη. Μα παρόλα αυτά οι φοιτητές δεν είναι εγκληματίες. Να σημειώσουμε, ακόμα, πως απειλές πιθανότατα δεχονται και οι ίδιοι οι φοιτητές από καθηγητές τους αλλά, τιμιότεροι από τους τελευταίους, ετούτοι προσπαθούν τουλάχιστον να επιλύσουν τα ζητήματα μονάχοι τους, έστω κι άγαρμπα, και δεν προστρέχουν με το παραμικρό στο μπαμπούλα της Αστυνομίας. Η νοοτροπία των φοιτητών - παρά τις ιδιαίτερες εν θερμώ εξαιρέσεις και τα ελαττώματά της - είναι, φυσικά, τιμιότερη καθόσον είναι περισσότερο πολιτική, παρά αστυνομική. Κι αυτό, φυσικά, τους τιμά περισσότερο απ' τους καθηγητές τους.

Οι ιδιαίτεροι διαπληκτισμοί που καταλήγουν προσωπικοί δεν έχουν, φυσικά, καμία σχέση με την υπεκφυγή του ασύλου, αλλά με το ανθρώπινο αλισβερίσι μέσα στην τύρβη της κοινωνικής καθημερινότητας - από καταβολής κόσμου ετούτο. Ένας καθηγητής έχει περισσότερες πιθανότητες να τον ξυλοκοπήσουν εκτός Σχολής, στο σύμπαν της «τάξης και της νομιμότητας», γιατί δεν έβγαλε φλας σε μια στροφή και με την Αστυνομία ακόμα να 'ρχεται, παρά εντός τους πανεπιστημιακού ασύλου, γιατί «τσεκούρωσε» έναν αδιάβαστο νταή ή τη γκόμενά του. Ναι, είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι ενίοτε παρεκτρέπονται. Κι ωστόσο δεν είναι ετούτη η καθημερινή εικόνα της πανεπιστημιακής πραγματικότητας - δεν υπάρχει αρθρογραφία, όπου να εκφράζεται μία αδιαμφισβήτητη ομοφωνία ως, προς αυτό. Θα πρέπει να κατανοήσουμε πως η εκτόξευση ή και πραγματοποίηση απειλών, όσο κατάπτυστη, δεν είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα. Κι ενώ χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, ετούτη η αντιμετώπιση δε μπορεί παρά να είναι επί τούτου, όπως συμβαίνει πρακτικά και στην υπόλοιπη κοινωνία, και όχι με ισοπεδωτικές «λύσεις», οι οποίες βλάπτουν την πανεπιστημιακή κοινότητα περισσότερο απ' όσο την οφελούν. Η κατάργηση του ασύλου δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις απειλητικές εκρήξεις, οι οποίες μπορούν κάλλιστα να εκδηλωθούν, με εκδικητική καρτερία, έξω απ' το σπίτι οποιουδήποτε καθηγητή ή στον περίπατό του.

Υπάρχει, ακόμη, μια απροκάλυπτη τάση να διογκώνονται τα γεγονότα είτε ως προς τις πραγματικές τους διαστάσεις, είτε ως προς τη συχνότητά τους. Είναι πολύ εύκολο να πετύχει κανείς και τα δύο αυτά : το πρώτο προβάλλοντας συμβάντα που μπορεί να είναι όντως σοβαρά ως χαρακτηριστικό παράδειγμα κι όχι ως έκτροπο, το δεύτερο δια της συνεχούς επανάληψης. Όταν για παράδειγμα, σ' ένα άρθρο και μέσα σε τρεις σειρές συμπυκνώνονται γεγονότα, τα οποία μπορεί και να καλύπτουν εικοσαετία, ο αναγνώστης αποπροσανατολίζεται εκ του πονηρού, εξαιτίας της φυσικής κλίσης των ανθρώπων να συνδέουν τα ενδιάμεσα κενά πλάθοντας κανονικότητες. Αν συνυπολογίσεις μάλιστα πως αυτά τα ίδια γεγονότα ξαναπαρουσιάζονται αυτούσια και παρθένα, τα ίδια ξανά και ξανά, σε μια ακολουθία άρθρων αντί σ' ένα μονάχα και τούτο μάλιστα για χρόνια συναπτά, βάλε με το νου σου την εντύπωση που δημιουργείται τελικά στο μέσο κι ανεκπαίδευτο αναγνώστη. Υπάρχει, τέλος, μια κατηγορία γεγονότων, τα οποία παρουσιάζονται ως τραγικά, όταν αντιθέτως είναι η αποκορύφωση του πολιτικού χιούμορ και της φαντασίας. Το συμβάν με τους... εντοιχισμένους καθηγητές δεν είναι, φυσικά, απόδειξη καμίας ανομίας, μ' αντιθέτως  ένδειξη πως μια ομάδα ανθρώπων κατάφερε να ελιχθεί αγωνιστικά δίχως να γίνει πραγματικά βίαιη, καθιστώντας όμως την παρουσία και τα αιτήματά της αναπόδραστα.

Είναι εύκολο, επίσης, να καταλάβεις το χαρακτήρα του άρθρου που πρόκειται να διαβάσεις (συνεπώς, σε κάποιο βαθμό, και του αρθρογράφου) από την πρώτη μόλις παράγραφο. Ο πολέμιος θα σου κουνά επιδεικτικά το δάχτυλο, θα είναι καταφανώς ειρωνικός ή ασύστολα εξυπνάκιας, ενίοτε θα διαρρηγνύει ιμάτια ή θα φέρνει την καταστροφή του κόσμου. Πολύ συχνά θα είναι «προσωπικά» εξομολογητικός : ένας φοιτητής μ' έπιασε και μου είπε, τα παιδιά μου εκμυστηρεύθηκαν, έχει συμβεί σε μένα ή σε μια έμπιστη φίλη μου. Ετούτοι οι φτηνοί κώδικες είναι σε μεγαλύτερο βαθμό χαρακτηριστικοί του δεξιού ύφους (αλλά δε μονοπωλούνται από αυτό), καθώς μόνο το τελευταίο νιώθει την ανάγκη να πείσει για τη λαϊκότητά του, αναζητώντας τεχνηέντως τρόπους κι εκφραστικές ικανά ν' αμβλύνουν την πηγαία έπαρση ενός κάλπικου φιλελευθερισμού.

5 - Ελευθερία έκφρασης και διακίνησης ιδεών

Το μόνο που οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ είναι η γενική αστοχία πολλών να ταυτίζουν εκείνο το «ιδεών» με το μονοδιάστατο «ακαδημαϊκών ιδεών» - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό - και όχι, των ιδεών εν γένει (1). Μάλλον των ακίνδυνων ιδεών. Μ' ακόμη σωστότερο θα 'ταν αν λέγαμε (πως εννοούν) όλων των ιδεών ΕΚΤΟΣ των πολιτικών. Ετούτες οι τελευταίες φαντάζουν σε πολλούς εντελώς άσχετες με την αποστείρωση της όποιας ακαδημαϊκότητας και την εργαλειακή απόκτηση ενός πτυχίου. Αν πάρει κανείς στα σοβαρά τέτοιες διαθέσεις, σε όλη τους την έκταση, δε θα 'πρεπε ν' ασχολείται κανείς με την πολιτική, παρά μόνο μερικά δευτερόλεπτα κάθε τέσσερα χρόνια, πίσω από το παραβάν : οι σπουδές είναι σπουδές, ο στρατός είναι στρατός, η δουλειά είναι δουλειά και, γενικά, πουθενά δε θα 'ταν πρέπον να 'χει κανείς πολιτικές ανησυχίες, παρά μόνο όταν του υποδεικνύει η νομοθεσία. Για τις φοβικές ή απονεκρωμένες ετούτες συνειδήσεις, η πολιτική δεν είναι άθλημα και τρόπος ζωής, κοινωνίας, αλλά νομική επιταγή ή ευθύνη ίδιου τύπου με την αποπληρωμή μιας δόσης στην εφορία.

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, εξαιρουμένων οικογενειών με ζωηρές πολιτικές ανησυχίες και ειδικών περιστάσεων όπως ένας αντίστοιχος Δεκέμβρης του '08, οι περισσότεροι νέοι έρχονται σ' επαφή με το πολιτικό στοιχείο, πρώτη φορά μετά το Λύκειο, μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους και τις συναναστροφές. Πρώτη φορά τότε είναι αναγκασμένοι - εφόσον έχουν διάθεση ωρίμανσης - ν' αφήσουν την προτηγανισμένη πολιτική ατάκα της τηλεόρασης και τους πατρογονικούς βερμπαλισμούς και να συνθέσουν ένα ολοκληρωμένο επιχείρημα με νόημα κι ίσως μια πρόταση. Δε μ' ενδιαφέρει εδώ, πώς διαμορφώθηκε ιστορικά ετούτη η σύνδεση της πολιτικής με το φοιτητικό χώρο, αλλά πως είναι γεγονός. Ψυχολογικά μου φαίνεται το πλέον ευνόητο πράγμα στον κόσμο. Η ηλικία ετούτη είναι η πλέον πρόσφορη : έχει ακόμα κάτι απ' την εφηβική ενεργητικότητα και αμφισβήτηση, κάτι απ' τη λογική ψυχραιμία και αναλυτική φιλοδοξία και τέλος, το πιο σημαντικό, δεν έχει ακόμη αλλοιωθεί απ' τον εργασιακό και κοινωνικό κομφορμισμό, ο οποίος φοβάται μη χάσει το, πάνω σε πολλές κατουρημένες ποδιές, υλικό κεκτημένο που δεν υπάρχει ακόμα στα 19 και στα 20. Είναι μια ηλικία απολύτως γόνιμη, όπου ο άνθρωπος δεν είναι ακόμα μύωπας και μπορεί να οραματιστεί μια στάλα πέρα από την πάρτη του, ολάκερη δηλαδή την κοινωνία της οποίας είναι μέλος. Αν καμιά φορά τούτο γίνεται με όρους ισοπεδωτικούς κι απόλυτους, ας καταλογιστεί στο πάθος και τον πυρετό της ηλικίας, παρά σε κακή πρόθεση ή εγκληματικότητα.

Τούτων λεχθέντων, ωστόσο, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε και στο επόμενο σκαλί : πώς, λοιπόν, να διαχωρίσει κανείς την πολιτική σκέψη απ' την πολιτική δράση και στο κάτω-κάτω γιατί; Ετούτα είναι διαχωρισμένα, μόνο σε μυαλά αβασάνιστα και νωθρά ή αφελή και κατακερματισμένα. Είναι εμπειρικά κατατεθειμένο, αλλά και βιωματικά εγνωσμένο, πως ο υγιής άνθρωπος θέλει να βάλει κάτω στην πράξη ό,τι τον βασανίζει κι απασχολεί το νου του, να το δει ν' αναμετράται με την πραγματικότητα, με την ευθύνη. Πώς μπορεί κανείς, αφελώς, να δέχεται την ελευθερία πολιτικών ιδεών, δίχως την ελευθερία πολιτικής δράσης; Εθελοτυφλεί αν νομίζει κανείς πως νέοι γεμάτοι ορμή και ζήλο - μα κι οποιοσδήποτε υγιής νους - θα μπορούν να διυλίζουν αενάως τον κώνωπα πίνοντας μπύρες και ρουφώντας καφέδες, δίχως να διψούν για το αγώνισμα της ευθύνης και μια θέση ύπαρξης στην κοινωνία των «μεγάλων» - συνεκδοχικά στις ίδιες τις ζωές τους;

* * *

Κι ενώ η μονοδιάστατη σκέψη των πολέμιων επιμένει να βλέπει μόνο την «ασυδοσία» των φοιτητών, η άλλη ασυδοσία των καθηγητών καλά κρατεί, έως ότου αποφασίσει κανείς ν' ανοίξει τα μάτια του. Ευτυχώς που στην εποχή μας ένα σωρό κόσμος έχει περάσει πια από κάποια σχολή κι έχει διαπιστώσει, με τα ίδια του τα μάτια, πως οι διδάσκοντες δεν είναι τα ιερά τέρατα κι οι αυθεντίες που διαφημίζονται στα ΜΜΕ. Μήπως παράγουν έργο αφειδώς, τιμώντας εαυτούς ή την κοινότητά τους; Μήπως συμπληρώνουν τις ώρες διδασκαλίας τους ανελλιπώς; Αντιμετωπίζουν τους φοιτητές τους με σεβασμό κι ως μέλλοντες συναδέλφους ή μήπως ως αναπόδραστο πάρεργο; Πόσοι καθηγητές ξεχώριζουν που να μην είναι αδιάφοροι, αλαζόνες, εξαφανισμένοι, εριστικοί; Κατά πόσον απέχουν απ' τη διαπλοκή με τις φοιτητικές παρατάξεις ή τα ίδια τα κόμματα; απ' τη σεξουαλική παρενόχληση; απ' το χρηματισμό; Κάνουν χρήση του χώρου και των υλικών για 'κείνο που ετάχθησαν ή για εντελώς αντίθετους σκοπούς, προσωπικούς και ιδιοτελείς; Αλλά κι απέναντι στους συναδέλφους τους, πώς συμπεριφέρονται; Είναι ακριβοδίκαιοι και τίμιοι ή μικροπρεπείς και υστερόβουλοι; (2)

Όλα ετούτα, βέβαια, ρυθμίζονται ή καλύπτονται σε κάποιο βαθμό από το Κράτος μα, ωστόσο, όπως και κάθε ρύθμιση χρήζει κι αυτή κάποιας φροντίδας, οσάκις απορρυθμίζεται. Ετούτα όμως είναι θέματα που άπτονται της λεπτότητας ενός ωρολογοποιού, παρά της δεινότητας ενός σιδερά. Φυσικά κανείς δε θ' άφηνε το ρολόι του για επιδιόρθωση σ' ένα μποξέρ κι ως εκ τούτου να επιτρέπει κανείς στην Αστυνομία - αυτή που όλοι γνωρίζουμε - ν' αλωνίζει σε χώρους τόσο ευαίσθητους, όπως οι πανεπιστημιακοί, είναι ζήτημα που δε χρειάζεται δα και πολύ ζόρι να το ζυγίσει κανείς.

Μιλούν συχνά για 'κείνο που γίνεται σε άλλα κράτη κι εγώ έχω να πω πως τ' άλλα κράτη είναι αυτό ακριβώς : άλλα κράτη. Ετούτη η σύγκριση είναι μία από τις μεγαλύτερες καραμέλες. Κι ωστόσο δίχως να στερείται γοητείας ένας οποιοσδήποτε οργανισμός φαίνεται να λειτουργεί με σφρίγος κι αποτελεσματικότητα, η πραγματική ομορφιά και δύναμη δεν κρύβεται στην υγεία που διατηρείται φαρμακολογικά, παρά σ' εκείνη την ισορροπία που 'ναι το καταστάλλαγμα κι η αρμονία των μερών - όλων των μερών. Το ζήτημα δεν είναι ν' αντιγράψουμε συνταγές πετυχημένες σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές και ξένες. Ακόμα κι αν τούτο επιτευχθεί επαρκώς, θα 'ναι μια επιτυχία υποδεέστερης ποιότητας και φοβούμαι πρόσκαιρη, τι ως ξένο σώμα θα 'ναι ευεπίφορη στις απορρυθμίσεις και χρήζουσα διαρκών παρεμβάσεων. Νομίζω πως η κακεκτυπία του ελληνικού κράτους, γενικότερα, είναι ένα καλό παράδειγμα ανάλογης ιστορικής αποτυχίας.

Το ζήτημα είναι να πάρουμε το θέμα σοβαρά, μ' άλλα λόγια να μην τ' αφήσουμε σε καμία περίπτωση - ή όσο το δυνατόν λιγότερο - στα χέρια του Κράτους. Τούτο σημαίνει ν' αναθεωρήσουμε τη χαιρέκακη στάση μας ως προς τους φοιτητές και να τους αντικρύσουμε ως ισοδύναμους συνομιλητές κι υπεύθυνους συνοδοιπόρους, όχι ως αλήτες, παρακατιανούς και γενικότερα αποδιοπομπαίους τράγους ξένων προς αυτούς ελλειμάτων. Το βάρος της πρωτοβουλίας σ' αυτήν την κίνηση πέφτει, φυσικά, στον κάτοχο της θεσμικής εξουσίας και του διαχειριστικού μονοπωλίου, δηλαδή τα θεσμικά όργανα του Πανεπιστημίου κι όχι στην ασύντακτη και δυσκίνητη φοιτητική μάζα. Θα μου πείτε : καλά, συ άνοιξες καινούργια παράγραφο για τους καθηγητές και μας ντριμπλάρεις ξανά πίσω στους χιμπατζήδες φοιτητές. Κι όμως ο φοιτητικός λόγος μπορεί να σταθεί καταλυτικής σημασίας στη διάκριση της καθηγητής ήρας από το σιτάρι, στη σωστή διαχείρηση των πανεπιστημιακών χώρων και του υλικού, στην διατήρηση και την προστασία ενός χώρου πολύτιμου και ζωντανού. Αν δηλαδή τους λαμβάναμε, όπως είπα, στα σοβαρά υπόψιν.

(1) Βασίλης Ξυδιάς @ «Οι μετανάστες κρίνουν το άσυλο»
(2) Γεώργιος Σαρηγιάννης @ «Η ατέρμων και αναποτελεσματική συζήτηση για το Πανεπιστημιακό Ασυλο»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου