2. Με το 'να πόδι στον τάφο
Ζούμε ζωές κυριολεκτικά διχασμένες. Ο σουρεαλισμός των βίων μας θα 'στελνε ως και το Νταλί στ' αζήτητα της Τέχνης. Το πρωί, λέει ο άλλος, εργάζεται υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρεία και το βράδυ είναι αναρχικός και προετοιμάζει τον αγώνα! Καθίστε παιδιά, μην ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε!! Το ανέκδοτο, εδώ, δεν είναι που καθένας παλεύει να επιβιώσει μέσα σε μια εργασιακή ζούγκλα, μ' όποιον τρόπο μπορεί. Οι ανάγκες κι οι λογαριασμοί πιέζουν επιτακτικότερα, από την Επανάσταση και τη Δευτέρα Παρουσία. Θα ήμουν εξαιρετικά αλαζόνας, αν τολμούσα να γελάσω μ' αυτό. Γελώ, ωστόσο, με την αυταπάτη, να νομίζει κανείς ότι μπορεί να παλεύει μόνον ο μισός και να 'ναι τούτο κάτι. Να νομίζει κάποιος ότι μπορεί να παλεύει μακριά απ' τον εργασιακό του χώρο, στο υπερπέραν και στο κάπου-κάπου, και να φέρνει ανατροπές κι αγωνιστικά κέρδη. Να είναι σκλάβος το πρωί, μα το βράδυ να 'χει χόμπι - στον ελεύθερο χρόνο, που του επιτρέπει ο αφέντης - να ζωγραφίζει συνθήματα και να κυνηγάει φασίστες στα στενά. Είπα ένα παράδειγμα απ' τα πολλά, που δεν περιορίζονται σε πολιτική απόχρωση, για να μην το πάρει κανάς αναρχικός της μετρητοίς.
Να δουλεύεις μόνο τον άλλον, δεν κάνεις και μεγάλη ζημιά. Να δουλεύεις όμως τον εαυτό σου, στερεί από τη δυναμική των κινητοποιήσεων την μαζικότητα, την οργάνωση και την κατευθύνση, που έχουμε αληθινά ανάγκη. Μου στερείς ένα σύντροφο κι ένα συμπολεμιστή στα τείχη, όπου δίνονται οι μάχες οι πραγματικές, αντί για κοκορομαχίες στις μάντρες και τις ξερολιθιές. Α δε μπορείς αλλιώς, μη λες τότε πως είσαι αναρχικός, αριστερός, αγωνιστής κι ό,τι άλλο βάνει ο νους σου. Τούτα δεν είναι ούτε επαγγέλματα, όπως λες είμαι υδραυλικός ή καρεκλάς, ούτε καμιά πάθηση, να λες είμαι συναχωμένος ή παραπληγικός. Ο αγωνιστής δεν είναι αγωνιστής, παρά μόνο αν πράττει αγωνιστικά, αν η ζωή του είναι αγωνιστική. Δεν είναι αγωνιστής 7-9 μ.μ. , αλλιώς αφήστε μήνυμα. Αυτά τα ντεμί και τα κομσί-κομσά, εμένα προσωπικά, δε μου κάθονται καλά ούτε στο νού, ούτε στον οισοφάγο. Εγώ, ας πούμε, δεν είμαι πολιτικός αγωνιστής. Ουτ' όμως πείθω τον εαυτό μου πως είμαι. Ή πως θα ΄μουν, αν δε μου φταίγανε οι άλλοι, που 'ναι κουτσοί, κοντοί κι αλλήθωροι.
Αν μιλώντας λίγο συμβατικά, θεωρήσουμε πως οι εχθροί μας είναι οι δυνατοί και οι δυνατοί εκφράζονται με τρόπο οικονομικό, τότε πού αλλού χρειάζεται να φτιάξουμε το κυριότερο μέτωπο, παρά στους χώρους της εργασίας, εκεί δηλαδή όπου το οικονομικό πραγματώνεται στις πλάτες μας; Όσο λουφάζουμε στο εργοστάσιο ή στο γραφείο, όσο είμαστε τα καλά παιδιά, όσο μιλάμε σιγά στους διαδρόμους και καθόλου στο γραφείο του διευθυντή, μην περιμένουμε και πολλά επί των ημερών μας. Χαιρετίσματα. Όσο παραμένουμε διαιρεμένοι, όσο παραμένουμε συνδικαλιστικά ανοργάνωτοι, τόσο οι πολυπληθείς πορείες μας θα είναι πορείες για τον πούτσο, θ' αποτελούνται από χιλιάδες μεμονωμένες ατομικότητες, άτομα που στην πράξη και στα δύσκολα θα είναι πάντα μόνα τους. Μιλώ για τον άνθρωπο, που στο δρόμο της απεργίας θα μετράει τους συντρόφους σε ντουζίνες, μα την επομένη της απόλυσης, στο δρόμο της ανεργίας, ζήτημα να πάρει σουβενίρ δυο-τρία φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Τα πολιτικά προβλήματα, ωστόσο, δε λύνονται με δανεικά των φίλων, ούτε με κερασμένους καφέδες.
Υπάρχει, φυσικά, και μια κακή μεριά της συνδικαλιστικής δράσης (καλά, να 'τανε μόνο μία), η οποία σαν κακομαθημένο νιάνιαρο παρεμποδίζει την παραγωγή ή σηκώνει μπαϊράκια με το παραμικρό, ακόμα και σε βιομηχανίες με στοιχειώδη αξιοπρέπεια (κι εννοώ φυσικά με όση αξιοπρέπεια μπορεί να επιτρέπει μια καπιταλιστική διαχείρηση). Εδώ το σφάλμα δεν είναι η αγωνιστικότητα, είναι η τσάμπα μαγκιά. Θα πρέπει κανείς να κατανοήσει πως δε μπορεί να ζητά συνεχώς και τα πάντα, δίχως απ' την άλλη να ζητά να φορτωθεί κι ένα μέρος της ευθύνης και της διαχείρησης της παραγωγής. Γι' αυτό μην παρεξηγήσει ο δούλος πως, όσο ζητάει περισσότερο φαί και το παίρνει, είναι τούτο καμία χειραφέτηση και ρίγανες. Δουλεία είναι πάντα, μα δουλεία καλά ψιμυθιωμένη. Άμα θέλει αληθινή χειραφέτηση, πρέπει ν' απαιτήσει και θέση στα ηνία της μοίρας του, ν' αποκτήσει λόγο στην παραγωγή και δικαίωμα στα παραγωγικά του μέσα. Μα εδώ επικρατεί ο καλός δουλάκος: άσε με τώρα, θες μπλεξίματα; χίλιες φορές υπάλληλος.
Τέλος πάντων, να τα βάλω σε μια καθαρότερη διατύπωση, όλα ετούτα: ανάμεσα σε αφηρημένες ρητορείες περί ελευθερίας, ισονομίας, αδελφοσύνης και τα σχετικά, που χρειάζονται πτυχίο φιλοσοφίας, από τη μία, κι από δράσεις παράλληλες, παράπλευρες και περιθωριακές, από την άλλη, θεωρώ πως οι πολιτικοί αγώνες απαιτείται να επιστρέψουν στο φυσικό τους χώρο που, κατα τη γνώμη μου, είναι οι χώροι εργασίας. Είναι κάτι απόλυτα συγκεκριμένο και κατανοητό, ακόμα κι από τον τελευταίο αμόρφωτο (όχι υποτιμητικά) εργάτη και συνάμα είναι αγώνας πολιτικά ισχυρότατος, καθώς είναι κυρίως στην εργασία και στη φορολογία που εκδηλώνεται βαρύς ο βούρδουλας της καταπίεσης και η απογύμνωση της αξιοπρέπειας. Άμα συνέβαινε τούτο, θα 'βλεπες σταδιακά και το πολιτικό καθεστώς να διαμορφώνεται αναλόγως, από την πίεση των εργατικών συνδικάτων. Θ' άλλαζε βέβαια σαν οχιά διπρόσωπη, εφόσον τούτος είναι ο ρόλος κάθε Κράτους. Μ' αν ο εργάτης δεν μάσαγε, να πιάσει πάλι να κουνάει σημαιάκια πράσινα, τιρκουάζ και ροζ, δε θα 'χαμε το παραμικρό να φοβηθούμε.
Είναι, λοιπόν, ένας αγώνας που χρειάζεται να δωθεί όχι μόνο στο πεδίο των υλικών απολαβών, μα πολύ περισσότερο στο πεδίο της διαχείρησης των ίδιων των μέσων. Το δε τελευταίο είναι ακόμα επιτακτικότερο, αν συνειδητοποιήσει κανείς πόσο εύκολο είναι στην εποχή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, ν' αλλάζουν οι επιχειρήσεις έδρες και χώρες, ώστε πολύ συχνά θα καταλήγουμε άνεργοι με το πουλί στο χέρι, αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να πιάσουμε οι ίδιοι το τιμόνι στα χέρια μας. Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να στριμωχτούμε μαζί, να ζοριστούμε μαζί, να πεινάσουμε μαζί. Αλλά τούτο το τελευταίο, δεν ηχεί και πολύ γοητευτικό στον εργάτη του «ώχου, έλα μωρέ, λογαριασμούς θ' ανοίγουμε;». Δεν ηχεί και πολύ γοητευτικό στον εργαζόμενο, ο οποίος δεν έχει μάθει να κοινωνεί, μα να ιδιωτεύει όπως όλος ο κόσμος. Δεν ηχεί και πολύ γοητευτικό στους υπαλλήλους, που στην πραγματικότητα δεν αγαπούν κανένα πέραν του μισθού τους. Γι' αυτό θα μιλήσω αργότερα και για τούτο: ο πολιτικός αγώνας είναι χρεία να μπολιαστεί ξανά με την αγάπη για τον άνθρωπο, με το σεβασμό της ζωής, με την ελπίδα και τη χαρά του κοινωνείν. Ο πολιτικός αγώνας θα πρέπει ν' αποκτήσει ξανά εσωτερικότητα και ψυχή, να γίνει τομή προς κάθε διάσταση, πέραν της στενής οικονομικής, της οποίας η φαντασία εξαντλείται σε κελιά με wi-fi.
Μα κι ένα επιπλέον χρέος του σημερινού συνδικαλισμού, που υπονομεύεται από προέδρους, ρουφιάνους και ιεαραρχίες, είναι να επιστρέψει πίσω στις ρίζες του, να γίνει και πάλι αναρχικός. Να γίνει οριζόντιος, μετοχικός, υπεύθυνος. Να γιατί θλίβομαι με την σημερινή (πολιτική) κατάντια των αναρχικών. Λούφαξαν σε 2-3 δράσεις και παράτησαν τους φυσικούς τους χώρους. Εισβάλλουν στα σουπερμάρκετ, απαλλοτριώνοντας την κλεμμένη περιουσία, διαμοιράζοντας σαν άλλοι Ρομπέν, αντί να εισβάλλουν στους εργασιακούς χώρους και στις συνειδήσεις των εργατών. Τέτοιες ανόητες δράσεις, μ' όλη την πολιτική τους φιλοσοφία, στην πράξη δε διαφέρουν και πολύ απ' την αστική φιλανθρωπία: δε βοηθούν τους ενδεείς παρά στιγμιαία, δεν περνούν το παραμικρό μήνυμα (παρά μόνο χαριεντίζονται μεταξύ τους) και δεν αλλάζουν τίποτα ουσιαστικό. Αν όμως αύριο, το 50% του εργατικού δυναμικού μεταπηδούσε στις τάξεις της Αναρχίας, θα 'βλεπες πολύ καλά τι σημαίνει πολιτική δύναμη κι αγώνας.
Ξεκίνησα να μιλώ πολιτικά, μάλλον θα καταλήξω ρομαντικός, στο τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου