Πιάνω, λοιπόν, το νήμα από 'κει που τ' άφησα, γράφοντας όπως με βγάλει η σκέψη, σε αδρές νοηματικές ενότητες. Είπαμε ν' αντισταθούμε μ' όλους τους δυνατούς τρόπους, στο τέλος της προηγούμενης ανάρτησης, αφήνοντας τη βία ως ύστατη καταφυγή. Εδώ, όμως, υπάρχει ένα λάθος. Δεν είπαμε. Μόνος μου τα λέω.
Είναι ευκαιρία, λοιπόν, να πούμε δυο κουβέντες και για τούτον το φετιχισμό των όπλων, που προανέφερα. Ο αγωνιστικός χώρος, είτε αριστερός, είτε ειδικότερα αναρχικός, έχει ξεπεράσει προ πολλού την απλή εκλογίκευση κι απενοχοποίηση τη βίας: έχει πάρει τ' όπλο για παιχνίδι, το μαχαίρι για σύμβολο, την αγχόνη φυλαχτό για το μάτιασμα ή ακόμα και για ζυγό δικαιοσύνης. Δεν απαιτείται να 'σαι ιδιαίτερα παρατηρητικός, ώστε ν' αντιληφθείς τ' αναρίθμητα περίστροφα και τουφέκια που πλαισιώνουν τα κείμενα, τις μπροσούρες, τα εξώφυλλα, τα γκράφιτι, τις φωτογραφίες, τις αναρτήσεις και, τέλος πάντων, όλο τον ελαφρολαϊκό πολιτισμό του αγωνιστικού χώρου. Ετούτες οι εμφυλιακές καταβολές, ετούτη η παρωχημένη σημειολογία, που κάποτε ήσαν σχέσεις υπαρκτές και με νόημα, σήμερα έχουν καταντήσει στείρο καρκίνωμα, σαπίζοντας τις πραγματικές αρετές των ανθρώπων.
Γιατί δεν είναι φυσικά ίσα κι όμοια, ο αγωνιστής αντάρτης των βουνών με το παιδαρέλι του μικροαστικού περιβάλλοντος. Εκείνος ο άγριος άνθρωπος, είχε το όπλο παραμάσχαλα στο φαί και στην κουβέντα, προσκεφάλι στην ανάπαυση και στο κρεβάτι. Για 'κείνον, τ' όπλο δεν ήταν νοητική αφαίρεση και μεταφυσική, παρά το μέσο με το οποίο εξασφάλιζε ή διεκδικούσε ζωτικό χώρο και χρόνο παρόντα, για την ελευθερία που 'χε ήδη κατακτημένη στην καρδιά του. Δεν ήταν φετίχ και σύμβολο, μα σύντροφος αληθινός, πλάι σε αληθινούς συντρόφους και συναγωνιστές. Σήμερα, είναι απλά ένα σκέρτσο, μια μαλακία και μισή, ένα αντικείμενο λατρείας, μια καλή ιδέα για τατουάζ, καθώς κανείς δεν έχει το παραμικρό βίωμα ένοπλου αγώνα - ανάθεμα κι αν οι μισοί έχουνε πιάσει ποτέ όπλο.
Ανοίγεις κάποτε κουβέντα μ' ανθρώπους-αγωνιστές, ανθρώπους που 'χουν απροκάλυπτα αγνή καρδιά κι αποδεδειγμένη ευαισθησία. Ώσπου φτάνει στιγμή που σε ρωτούν: εσύ τι προτιμάς περίστροφο ή μαχαίρι; Σε ρωτούν, βεβαίως, θεωρητικά. Μα εσύ μένεις μαλάκας. Μένεις μαλάκας, να κοιτάς πόσο βαθιά έχει αλώσει τα μυαλά ο συγχρωτισμός με την νοσηρότητα. Εσύ δεν προτιμάς τίποτα. Μα παρ' όλα αυτά, άπειρος και μαλθακός του δρόμου, με παιδιόθεν καθαρά σεντόνια και σιδερωμένο πουκάμισο, εσύ ο απροσμέτρητα ξένος με το φόνο, ακόμα κι αυτή την αμήχανη στιγμή αναζητάς ένα άλλοθι, μια εκλογίκευση. Ψάχνεις κάποια αναγκαιότητα στους προβληματισμούς αυτούς. Μα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν στοιχειοθετημένα επιχειρήματα, σοβαρά ή αστεία, για τη μιάμιση ετούτη μαλακία. Όχι, λοιπόν, δεν προτιμώ να επιλέξω όπλο, άλλο απ' το νου μου. Όχι, δεν προτιμώ τίποτα, ακόμα κι αν η ανάγκη μου φόρτωνε την κάννη στο χέρι. Σαν είμαι άρρωστος, δεν προτιμώ την ένεση απ' το υπόθετο, προτιμώ την υγεία. Το γιατρικό που θα με γιάνει δε θα το κάνω λάβαρο, δε θα τ' απλώσω στο μπαλκόνι ν' ανεμίζει, δε θα το κάνω στάμπα ή φουλάρι, εικόνισμα να κάνω σταυρό κι άλλες χειρονομίες. Δεν αγαπώ το κατσαβίδι, δε λατρεύω το αυτοκίνητο, το παπούτσι, το μπάφο ή τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Άλλος κόσμος, φίλε. Εξωγήινος. Όπως έγραφα και στην εισαγωγή. Ψάχνει η αγνή καρδιά τόπο δίχως καρκίνο, στο πλατύ κόσμο μια θέση. Μάταια. Μα είναι κι αυτός ένας λόγος, που γράφω εδώ, έτσι εκτεθειμένος. Παλεύω να βάλω μια τάξη, να βρω το στοιχείο εκείνο, που πιθανόν να λειτουργήσει ως κρίκος συνδετικός με ανθρώπους πολιτισμικά ξένους, μα που ωστόσο - παρά τη μαλακία τους κι αυτοί - παλεύουν μ' ευγενικές προθέσεις, για μια κοινωνία λεύτερη απ' τη μιζέρια, το φασισμό, την εκμετάλλευση.
Μα τούτοι οι ίδιοι άνθρωποι, που σήμερα γκρεμίζονται στην κόλαση - με την πλέον άδολη καθαρότητα - για την κάθε αδικοχαμένη ψυχή, οι ίδιοι γυρίζουν την επόμενη και μιλούν, και φαφλατίζουν, και συνθηματίζουν για αγχόνες κι άλλες συναρτήσεις. Αγχόνες μελλούμενες κι αγχόνες παρελθούσες. Και λες: το καταλαβαίνω αυτό το μίσος, έχω κι εγώ μια γωνιά στα σωθικά μου μ' αυτό τον κακοήθη όγκο. Μα είναι χρέος να διακρίνει κανείς το αδιέξοδο σ' αυτό το μίσος, είναι ανάγκη επιτακτική να μεταποιηθεί η κόλαση σε βαθιά συνείδηση, σ' εγρήγορση, σε σπορά δημιουργίας, σε γέννα. Όχι σε θανάτο, όχι σε σκότος. Το βάρος ολάκερης της αλυσίδας, πρέπει να το νιώθει ο κάθε κρίκος μέσα του. Και να σπάζει όταν είναι χρεία. Να πάψει η αλυσίδα πρέπει. Γιατί δεν έχει καθόλου πλάκα να κρεμάς έναν άνθρωπο - έστω και μισητό. Το 'χω νιώσει το συναίσθημα, αλλά δεν έχει πλάκα. Δεν έχει, αν σέβεσαι το πρόσωπο του Ανθρώπου, σε κάθε άτομο χωριστά κι όχι στις σφαίρες των ιδεατών και των ανέμων. Αν σέβεσαι τη ζωή ως κάτι ανεπανάληπτο και ιερό, τόσο ιερό που και στη θέα της μεγαλύτερης ασχήμιας να ρωτάς τον εαυτό σου: ποιος είμαι εγώ που σηκώνω το χέρι εναντίον της; ποιος είμαι εγώ που έτσι αψήφιστα βαφτίζομαι κριτής; σε ποια γη πατώ για να σηκώσω την έτερη γη ετούτη;
Η αγχόνη είναι η ήττα μας, δεν είναι νίκη. Είναι η κηδεία, όπου κάθε επανάσταση θάβει τελικά την ελπίδα. Δεν είναι τίποτα γλέντι της νέας εποχής. Η αγχόνη δεν είναι ο τυχαίος, κτηνώδης κι εμετικός φόνος της μάχης, της αδρεναλίνης και του αίματος, της επιβίωσης και της λύσσας. Η αγχόνη, όταν προπαγανδίζεται, είναι ψύχραιμη και συνειδητή, είναι η βία οργανωμένη και υπολογιστική, είναι ήθος πρόστυχο κι εκπόρνευση δικαιοσύνης. Είναι ηθική χαμηλότερη, πολλά σκαλιά, κι απ' τον σκληρό κώδικα των οφθαλμών και των οδόντων: ξεπουλάει τις σκληρές μα τίμιες επιταγές των επιμέρους αδικιών, με την ανάθεση στους διασκεδαστές (ποιοι άραγε θα είναι ετούτοι οι νέοι ιθύνοντες;) της αποκτηνωμένης μάζας και της τυφλής θηριωδίας. Τέτοιες ηθικές, όχι μόνο δε δικαιώνουν την παλιά αιματοχυσία, μα και το νέο αίμα βαθιά το αδικούν και το προσβάλλουν. Η αγχόνη είναι η γεύση του νέου κράτους, που προσγειώνεται ίσα καταπάνω στο σβέρκο των αναδιαταγμένων αδυνάμων, παρά η απελευθέρωση του ανθρώπου απ' το κτήνος και το ιστορικό τέλος της ανισότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου