Είναι νομίζω προφανές, από τα προηγούμενα, ότι εδώ δεν αρνούμαστε τη βία - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, σε πρώτη φάση. Αποποιούμαστε συγκεκριμένες μορφές της και συγκεκριμένες στάσεις απέναντί της. Απεχθανόμαστε τη λατρεία της, την αναγωγή της σε πηγή περηφάνειας, την καλλιέργειά της ως ήθος, την απερίσκεπτη χρήση της. Ο τίμιος αντι-εξουσιαστής θα πρέπει να βλέπει πολύ καχύποπτα τούτο το δίκοπο μαχαίρι, που ουσιαστικά δεν είναι παρά άσκηση εξουσίας, απ' την ανάποδη. Από την άλλη, ωστόσο, δεν μυξο-κλαψουρίζουμε για τις αναπόφευκτες συμπλοκές των σωμάτων, σαν ατσαλάκωτοι χαριτοδιπλωμένοι, ποιώντας τη νήσσα για όλη τη βία, στην οποία είμαστε συνένοχοι με το τηλεκοντρόλ. Τη βία, δηλαδή, που εφαρμόζεται επιτυχέστατα στο όνομά μας, από τα σώματα των ένστολων μπράβων σε άλλα σώματα, συνήθως, γυμνά από μοίρα κι ελπίδα.
Άμα διαβάζεις φιλελεύθερες φυλλάδες, θα φτάσεις κάποτε να πιστέψεις ότι δεν έχεις καν σώμα. Πως η ελευθερία δεν κερδίζεται σε τόπο και χρόνο υπαρκτό, με τη δύναμη των χεριών, πως δεν την ανασαίνεις κυριολεκτικά με τα στήθη, μα είναι υπόθεση του νου και των εσπερινών ρεμβασμών, είναι γέννημα-θρέμμα της πειθούς και του κολαρισμένου διαλόγου. Έτσι, μπορεί - κατά τη φιλοσοφία του λακέ - να 'ναι κανείς άνεργος, καταπατημένος, βιασμένος, ακρωτηριασμένος και γενικά σκλάβος, μα παρ' όλα αυτά να 'ναι πολύ ευχαριστημένος, που μπορεί ακόμα και ψηφίζει, που δε γυρίζει σπίτι του δαρμένος, που μπορεί να ξεπληρώνει τις σάρκες του σε δόσεις. Πως αλλιώς;
Όμως στο τέλος κάθε φράσης, την τελεία τη βάζουν σώματα κι όχι παχύρρευστες κουβέντες. Τα σώματα που βογγούν και λυγάνε, είναι ζωντανές λέξεις και γραφικός χαρακτήρας. Τα σώματα που πονούν και φθίνουν, είναι ρήματα και ουσιαστικά. Το χέρι, που σηκώνεται κι αγκαλιάζει, δεν είναι φιλοσόφημα. Ούτε το στήθος που θηλάζει, ούτε τα κορμιά που ερωτοτροπούν και μπολιάζονται. Η ευτυχία ξεκινά απ' τα σώματα. Μα κι η γροθιά που προσβάλλει ή το μαχαίρι που στομώνει διαιρώντας τη ζωή, τα κορμιά που μισούν κι ακυρώνουν, ένα το άλλο, ούτε τούτα είναι φαντασιοκοπήματα του νου. Η δυστυχία ξεκινά απ' τα σώματα.
Ο γονιός που, στη θέα ενός κινδύνου, κυρτώνει σαν ασπίδα πάνω απ' το παιδί του, κυρτώνει μ' ολάκερο το σώμα κι όχι με νουθεσίες του αέρα. Κανείς δεν επιβίωσε ποτέ με συμβουλές. Η αγάπη που ζητάει κορύφωση, ανθίζει με τη μορφή ανοιγμένης αγκαλιάς, όχι με λόγια και ρίμες. Γίνεται μικρό σπίτι από μπράτσα και χέρια, γίνεται φράση από σφυγμό και αίσθηση. Δεν αντέχει η αγάπη την απόσταση. Ο μαχητής που στέκεται ανάμεσα στα γυναικόπαιδα και τις ορδές των φονιάδων, δεν ορθώνει τίποτε πειστικά επιχειρήματα και τη ρητορική τέχνη, μα το ίδιο το σώμα του προτάσσει ως τείχος. Ο σκλάβος, που κάνει τη λευτεριά του απόφαση, δε πιάνει τις απειλές και τις βλαστήμιες - να γελούν κι οι κότες - πιάνει την κοτρώνα και το τουφέκι κι ανοίγει το κεφάλι του δυνάστη του. Μόνο σαν το σώμα πάρει βούληση και μόνο τότε, η εικόνες του νου γίνονται ποιήματα του κόσμου, δηλαδή πραγματικότητα και κοινό βίωμα. Είναι το σώμα, που δίνει την τελική μάχη. Πάντα. Να λέμε «βία», έτσι σκέτα, σαν να 'ναι αυτοσκοπός, πανάκεια ή δεινό ή κατσαβίδι, δε βγάζει νόημα. Να μιλάμε όμως για μάχη και γι' αγώνισμα ελευθερίας, αυτό είναι άλλο πράγμα. Έτσι νοώντας, η λέξη «βία» γίνεται πλέον πολύ μικρή. Γίνεται ακατάλληλη για σοβαρές κουβέντες. Μονάχη της, ασύνδετη από τα γύρω, δε χωρά τις σημασίες κι αναπόφευκτα τις υποτιμά.
Γι' αυτούς τους λόγους κι άλλους χίλιους, ο κουραδόμαγκας του πολιτισμού φτάνει να λέει την πλέον παράλογη αρλούμπα σε τέτοιο βαθμό ανερυθρίαστος, που ξεβάφουν κι οι ντομάτες. Πριν από χρόνια, σε συνέντευξη - την οποία όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να ξεθάψω, άρα μιλώ μ' επιφύλαξη - ο τιτάνας αυτός της αερολογίας Στέλιος Ράμφος έφτασε να λέει ότι ακόμα κι η κοπέλα που βι-άζεται δε θα 'ταν σωστό και πρέπον ν' αντιγυρίσει τη βία, παρά να τρέξει αμέσως στο πρώτο αστυνομικό τμήμα. Δε μας διευκρίνησε, βεβαίως, αν έπρεπε να τρέξει μετά ή κατά τη διάρκεια του βιασμού, για να 'ναι πιο σίγουρη. Γιατί πολύ συχνά κι επειδή ο πολιτισμός της Αστυνομίας πλεονάζει, αν πάει μετά, είναι πιθανότερο να κατηγορηθεί κι η ίδια, αφού «το πουτανάκι πήγαινε γυρεύοντας» κι εφόσον «τα 'θελε κι αυτής ο κωλαράκος».
Ο καθημερινός και συνηθισμένος τύπος του αστού, παρ' όλα αυτά, προτιμάει να κρύβεται πίσω απ' το δάχτυλό του - τα διαστήματα δηλαδή που δεν το χρησιμοποιεί για ν' αυνανίζεται. Χέζεται απάνω του, να παραδεχτεί πως ετούτη η κοινωνία είναι πάντα μια κοινωνία της βίας, πολύ καλά μασκαρεμένη. Φοβάται μήπως αφ' ης στιγμής ανοίξει τα μάτια του στην καρπαζιά, που πέφτει γύρω σύννεφο, ξεφύγει καμία ξώφαλτση και στο δικό του σβέρκο. Κι ακόμα φοβάται αυτό, μήπως κατά λάθος ξεπέσει στο επίπεδο του βάρβαρου και κτήνους - που δηλαδή τώρα δεν είναι. Με τα πολλά, ωστόσο, δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος, που να μπορεί ως το τέρμα ν' αρνηθεί την απλή και τετριμμένη αυτήν αλήθεια: πως δηλαδή η βία ποτέ δε στέρεψε ως είδος, παρ' ανατέθηκε απλά στο Κράτος. Ωστε να μην κάνει ό,τι γουστάρει ο καθένας, αλλά ό,τι γουστάρει το Κράτος. Το κράτος, δηλαδή, μονοπωλεί τη βία, όπως είθισται να λέμε. Το Κράτος αυτό, το οποίο - παρά το μονοπώλιο βεβαίως-βεβαίως - δε χάνει φυσικά ευκαιρία να υπενοικιάσει τη βία του, με το αζημίωτο, στα άπειρα λαμόγια που ξεπηδούν, διαρκώς, απ' την αφρόκρεμα του οργανωμένου έγκληματος και τα τσιράκια τους.
Έτσι περνάμε την υπογειοποίηση της βίας για πολιτισμό κι ειρήνη. Αυτό που δε φαίνεται, φυσικά, δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει, υπάρχει μονοδιάστατα με τη μορφή και τη φωτογένεια που αρμόζει καλύτερα στο κεντρικό δελτίο. Υπάρχουν μαφιόζοι και χούλιγκανς, τσιγγάνοι κι αντιεξουσιαστές, αλβανοί παλιάς κοπής και μετανάστες νέας. Το Κράτος πουθενά. Πουθενά, ο γιγάντιος αυτός μηχανισμός καταπίεσης, ο οποίος αντί να σκοτώνει διαμιάς - μόνο σπάνια - απομυζά μέρα με την ημέρα, κάθε ικμάδα ανεξαρτησίας και ζωής. Πουθενά, αυτό το αδηφάγο τέρας, που το πήραμε για μονόδρομο, που τ' αφήνουμε ανεξέλεγκτο στη μία του μορφή ή την άλλη.
Ο αστός είναι το καλοσιδερωμένο θρεφτάρι, όπερ έχει πάντα να πληρώνει τους λογαριασμούς του. Όχι απαραίτητα γιατί 'ναι ικανότερος, αλλά συνήθως γιατί 'ναι τυχερότερος κι έχει συγγενείς διαφόρων βαθμών. Βλέπει μονάχα τον κώλο του θηρίου, τον οποίο και παίρνει για πακτωλό. Αλλά για τα δόντια και τη σάπια ανάσα πρέφα. Θεωρεί, για 'κείνον που βρίσκεται ξάφνου στην άλλη όχθη της Αχερουσίας, πως το 'βρε από κακό του κεφαλιού του και κακή προσαρμογή. Κατά τ' άλλα, όλα τα προβλήματα λύνονται με το διάλογο και τη δικογραφία. Έτσι βλέπει τη βία ο καλομάθητος κι ειδικά άμα του λείπει η στοιχειώδης ευαισθησία ή καλλιέργεια. Δεν πρόκειται να πάρει χαμπάρι από κοινωνία, παρά μόνο άμα τρακάρει με περιπολικό. Όλος ο πόνος, οι οιμωγές του κόσμου, γλιστρούν αεροδυναμικά γύρω απ' τ' αυτιά του, σαν πρωινή δροσούλα κι απόηχος φλοίσβων.
Τέλος πάντων, όταν λοιπον μιλούμε για βία - έτσι πρέπει - να μιλούμε και για τη βία που υφιστάμεθα ή επιτρέπουμε, ως δειλοί, από τους δυνατότερους κι όχι μόνο για τη βία, την ευθύνη της οποίας μας καλούν οι περιστάσεις - ενίοτε - να αναλάβουμε, αλλά το παίζουμε πολιτισμός κι έτσι. Κάπου εκεί ανάμεσα πατώ κι εγώ, από τη μία αναγνωρίζοντας τη συγκρουσιακή αναγκαιότητα - άλλοτε ως αυθόρμητο ξέσπασμα, άλλοτε οργανωμένα - κι από την άλλη αρνούμενος να ανάγω ένα από τα παρεπόμενα της σύγκρουσης, δηλαδή τη βία, σε μέσο καθαυτό ή - από παρεξήγηση και βλακεία - σε ήθος και μαγκιά. Γιατί, λοιπόν, απέχω από την τελευταία είν' ολοφάνερο. Γιατί απέχω απ' την πρώτη, κυρίως από δειλία. Μα και για έναν λόγο ακόμα, εξίσου σημαντικό: είναι μια γλώσσα ξένη, μια διάλεκτος που δεν έπιασα ποτέ να τη μιλώ κι έχει περάσει ήδη η μισή ζώη μου. Δεν είναι εύκολο, ξαφνικά, να γίνεις άλλος. Να μαθητεύσω στη σύγκρουση και μόνο - την ικανότητα αυτή του θαρρετού ανθρώπου, που πάντα απέφευγα συνειδητά ή όχι - είναι από μόνο του ένα στοίχημα. Να κάνω συνάμα και τη βία - σε κάποιο βαθμό - κτήμα μου, μάλλον δεν είναι της ζωής ετούτης. Μάλλον το πιθανότερο, να με προλάβουν οι συνθήκες, αν και τυχόν τα πράγματα στραβώσουν τόσο. Στη βράση ας κριθεί λοιπόν, από τι σίδερο είμαι φτιαγμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου