Μπορεί ο σημερινός πολίτης να συμμετάσχει ενεργά στην εξουσία; Αν ναι, οι υπάρχοντες μηχανισμοί διευκολύνουν – ως θα όφειλαν– τον πολίτη σε αυτό του το έργο ή στέκονται εμπόδιο;
Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα, αρκεί να εξετάσουμε αυτό που κρύβεται πίσω απ’ το «μπορεί». Η ψυχολογία του πολίτη δεν είναι άσχετη με το ρόλο και τη δράση του. Ας αναλογιστούμε απλά έναν άνθρωπο (όχι απαραίτητα δημόσιο υπάλληλο :–) υποκείμενο καθημερινά σε αγώνα επιβίωσης – είτε αστικά νοούμενης, είτε κυριολεκτικά. Δεν είναι δηλαδή απαραίτητο ν’ αναλογιστείτε έναν πένητα, ρακένδυτο, δίχως στον ήλιο μοίρα. Αυτό είναι εύκολο. Αναλογιστείτε εκείνους που αγωνίζονται με ελλιπή ή δίχως ένσημα κι ασφάλιση για 300–400 ευρώ, αναλογιστείτε εκείνους που υπόκεινται αδιαλείπτως στη δαμόκλειο σπάθη των μαζικών απολύσεων, όσους εργάζονται εξαντλητικές υπερωρίες ή δύο δουλειές προκειμένου να βγάλουν πέρα της απαιτήσεις μιας σύγχρονης οικογένειας ή τους νέους που βγαίνουν στην αγορά εργασίας με πτυχία απαξιωμένα και δίχως αντίκρυσμα. Η φαντασία μου μ’ εγκαταλείπει ξαφνικά, εξαιρετικά φτωχή απέναντι σε μια πραγματικότητα τόσο πολύπτυχη ∙ αφήνω τη συνέχεια σε σας. Φανταστείτε την ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου κοινωνικά και πολιτικά αυτιστικού, αφού μένει να παλεύει μονάχος με τον εαυτό του. Μέσα σε ποιες συνθήκες, μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να συγκροτήσει τα πνευματικά εργαλεία (δε μιλώ για ευφυία, μην παρεξηγηθώ) ή να καλλιεργήσει τις στοιχειώδεις δράσεις, που θα τον προετοιμάσουν να αντιληφθεί κι αργότερα να επωμιστεί τη μεγαλύτερη εικόνα, δηλαδή ολόκληρη την κοινωνία του; Μιλάμε για υπευθυνότητα που ξεπερνάει το σκουπιδοτενεκέ και την ανακύκλωση, μιλάμε για ωριμότητα, για σκέψη. Πώς μπορεί μια ψυχοσύνθεση κατακρεουργημένη (απ’ τα σχολικά ήδη χρόνια), εγωιστική, τρομοκρατημένη – δε λέω, σε διαφορετικά ποσοστά, στον καθένα μας – να συμμετάσχει ή να δράσει, μετά την επιστροφή από την εργασία; Ίσως θα πούνε κάποιοι: «εδώ, άλλα κι άλλα τα μπορούνε» και θα ‘χουν δίκιο σε κάποιο βαθμό. Εγώ θα πώ: «μισή ντροπή δική μας και μισή δική τους».
Αντιστρόφως ανάλογα...
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι, ακόμη κι έτσι, διακρίνουμε στους εαυτούς μας μια στοιχειώδη ευαισθητοποίηση, ένα ενδιαφέρον δειλό και επιφυλακτικό. Ας εξετάσουμε ποιες δυνατότητες προσφέρει το «περιβάλλον» μας, προς αυτή την κατεύθυνση. Κοιτάξτε γύρω σας τα «καλά καγαθά» της κοινωνίας μας. Μετρήστε πόσες επιλογές υπάρχουν να φας σα ζώο, να πιεις τον άμπακο, να καταναλώσεις εκατομμύρια άχρηστες αηδίες που σου παρουσιάζονται γι' ανάγκες (κινητά, κομπιούτερς, λάπτοπς, χαμός!), να χοροπηδήσεις σ' ένα σωρό ξενυχτάδικα πληρώνοντας τη δεκάτη, να κάνεις το λίπος μύες ιδρώνοντας και ξεφυσώντας στα γυμναστήρια ή να «χτίσεις» μπυροκοίλι βλέποντας άλλους να τρέχουν, να ταξιδέψεις μέχρι και του διαόλου τη μάνα, σε τιμές ευκαιρίας, κι ό,τι μπορεί να βάνει ο νους του ανθρώπου! Και παραδίπλα σε αυτά μετρήστε πόσα τηλεοπτικά παντζούρια ανοιγοκλείνουν καθημερινά, πόσες κινηματογραφικές ταινίες με προϋπολογισμούς επαρχιών του 3ου κόσμου ή θεατρικές (ανα)παραστάσεις, πόσες φυλλάδες γεμάτες ενημερωτικά ντι-βι-ντις, πόσα ωραία βιβλία για το σεξ και για τα ούφος! Πράγματα πραγματικά αναρίθμητα! Σε πιάνει ίλιγγος, αναλογιζόμενος το μέγεθος της ανθρώπινης δραστηριότητας, αν πρόκειται για κέρδος και διασκέδαση, παρά για όφελος και ψυχαγωγία!
Από την άλλη μεριά, τώρα, μετρήστε πόσες επιλογές υπάρχουν για ουσιαστική και πολύπλευρη ενημέρωση (μιλάω για αληθινή ενημέρωση, όχι τη διαφημιζόμενη), για ουσιαστική και πολύπλευρη συζήτηση, για ουσιαστική και πολύπλευρη συμμετοχή και δράση. Γελάτε ε; Κάτι θα ξέρετε. Όσοι μηχανισμοί θα έπρεπε να προάγουν τα ουσιώδη, ταλαντεύονται ανάμεσα στην ανεπάρκεια και την ανυπαρξία. Όσοι μηχανισμοί προάγουν την αποβλάκωση, τη μαζοποίηση, τον τρόμο ευδοκιμούν και πολλαπλασιάζονται, όπως τα μανιτάρια στην υγρασία. Πολύ περισσότερο, όπως έγραφα και στην εισαγωγική ανάρτηση, όλοι οι υπάρχοντες πολιτικοί μηχανισμοί: εκλογές, διαδηλώσεις, απεργίες, οι μακροσκελείς «ανοιχτοί» διάλογοι, ο συνδικαλισμός έχουν ρόλο διορθωτικό και άρα παθητικό, στη φύση τους. Καλλιεργούν τη διαμαρτυρία και τη γκρίνια, αντί τη δημιουργία και τη σκέψη. Για να μην αναφερθούμε, φυσικά, και σ’ όλο αυτόν το συρφετό ερπετών, σαπροφάγων και παρασίτων, που έχει συσσωρευθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, κάθε δημόσιου οργανισμού και φορέα. Ή για τον άλλο δράκοντα της γραφειοκρατίας, με τα μύρια κεφάλια και στόματα, ύπο τον ίσκιο του οποίου το ελάχιστο καθίσταται ανυπέρβλητο, το ευνόητο τεμαχίζεται σε επιμέρους διάταξη και ψιλά γράμματα, το δικαίωμα υποβαθμίζεται σε ντροπή και επαιτεία.
Το προφανές δε χρειάζεται επιχειρήματα και απόδειξη, παρά μονάχα ερμηνεία. Αλλά αυτό είναι δουλειά των ακαδημαϊκών. Εδώ η σημειολογία είναι κοινή για όλους, με άλλα λόγια «καταλαβαινόμαστε», εφόσον όλοι έχουμε έρθει σε επαφή κι έχουμε βιώσει τις απογοητεύσεις που, συνήθως, μας κερνάει το Σύστημα. Η ενέργεια, που χρειάζεται να καταναλώσει οποιοσδήποτε αποφασίσει να βγει ένα βήμα από την πόρτα του, είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από αυτή που θα έπρεπε και από αυτή που, τελικά, είναι ικανό να δώσει ένα ανθρώπινο πλάσμα, από το οποίο απαιτείται να έχει 100% ψυχή, 24 ώρες την ημέρα, 365 μέρες το χρόνο. Για τον πολίτη που επιστρέφει αφυδατωμένος από την εργασία του, θα έπρεπε οι μηχανισμοί – που θέλουν να ονομάζονται δημοκρατικοί – να τον συνδράμουν και να τον παρακινούν, αντί να τον προσβάλλουν και να τον απωθούν. Θα έπρεπε η συμμετοχή και η δράση να είναι ευνόητες κι εύκολα προσβάσιμες. Ανοιχτές συνελεύσεις πολιτών, δημοψηφίσματα, ισηγορία! Τα αυτονοήτα μοιάζουν, ίσως, με ξένη γλώσσα. Οι λόγοι, που αυτό δε συμβαίνει, είναι το κοινό μας μυστικό. Αυτό που «ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι». Δε θα με απασχολήσουν όμως εδώ οι μηχανισμοί του Κεφαλαίου.
Αλλαγή του εκλογικού νόμου (εδώ και τώρα!) κι επιστροφή στην απλή αναλογική.
Αν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε, με κάποιον τρόπο, το υπάρχον εκλογικό νόμο – αυτόν με το νταβατζιλίκι των 40 εδρών – ο πλέον ταιριαστός τίτλος θα ήταν αυτός του «πρόστυχου». Αυτό όμως είναι ήδη γνωστό. Ακόμα κι ανάμεσα στους υπέρμαχους της υπάρχουσας διαδικασίας, διακρίνω μια κατανόηση: «ναι μεν η απλή αναλογική ίσως είναι δικαιότερη, αλλά...». Δύο ζητήματα, λοιπόν, τίθενται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το προτεύον είναι αυτό της δικαιοσύνης. Υπονοείται εδώ, ότι η τρέχουσα αναλογική ίσως να μην είναι εξίσου δίκαιη με την απλή. Ωστόσο υπάρχει και είναι προτιμητέα, για διάφορους λόγους που θα εξετάσουμε αμέσως μετά. Εδώ βρισκόμαστε απλά αντιμέτωποι με τις ευθύνες μας. Προτιμάμε ένα σύστημα δικαιότερο ή ένα σύστημα πρακτικότερο; Το πρώτο αποβλέπει στην κοινωνία σαν όλον, με τα ηθικά ζητούμενα στην πρώτη γραμμή. Το δεύτερο είναι καθαρά χρηστικό. Πληροί μια ανεξέταστη στο βάθος της επιταγή – αυτή της αυτοδύναμης κυβέρνησης σαν αυταξία – καταλήγοντας να (αυτο)ικανοποιείται μονάχα όποιος καταφέρει ν’ αρπάξει την ευκαιρία. Εδώ δεν υπάρχει ηθικό ζήτημα. Απλά η πάλη να βρεθείς απ’ την μεριά των ευνοημένων. Τα όμορφα αστικά μας όνειρα, δηλαδή.
Αν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε, με κάποιον τρόπο, το υπάρχον εκλογικό νόμο – αυτόν με το νταβατζιλίκι των 40 εδρών – ο πλέον ταιριαστός τίτλος θα ήταν αυτός του «πρόστυχου». Αυτό όμως είναι ήδη γνωστό. Ακόμα κι ανάμεσα στους υπέρμαχους της υπάρχουσας διαδικασίας, διακρίνω μια κατανόηση: «ναι μεν η απλή αναλογική ίσως είναι δικαιότερη, αλλά...». Δύο ζητήματα, λοιπόν, τίθενται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το προτεύον είναι αυτό της δικαιοσύνης. Υπονοείται εδώ, ότι η τρέχουσα αναλογική ίσως να μην είναι εξίσου δίκαιη με την απλή. Ωστόσο υπάρχει και είναι προτιμητέα, για διάφορους λόγους που θα εξετάσουμε αμέσως μετά. Εδώ βρισκόμαστε απλά αντιμέτωποι με τις ευθύνες μας. Προτιμάμε ένα σύστημα δικαιότερο ή ένα σύστημα πρακτικότερο; Το πρώτο αποβλέπει στην κοινωνία σαν όλον, με τα ηθικά ζητούμενα στην πρώτη γραμμή. Το δεύτερο είναι καθαρά χρηστικό. Πληροί μια ανεξέταστη στο βάθος της επιταγή – αυτή της αυτοδύναμης κυβέρνησης σαν αυταξία – καταλήγοντας να (αυτο)ικανοποιείται μονάχα όποιος καταφέρει ν’ αρπάξει την ευκαιρία. Εδώ δεν υπάρχει ηθικό ζήτημα. Απλά η πάλη να βρεθείς απ’ την μεριά των ευνοημένων. Τα όμορφα αστικά μας όνειρα, δηλαδή.
Το δευτερεύον ζήτημα είναι αυτό το «αλλά» υπέρ της ενισχυμένης αναλογικής. Δεν είμαι ούτε συνταγματολόγος, ούτε νομικός, ο λόγος μου και η οπτική μου περιορισμένα. Κι ωστόσο η γνώμη μου (εννοώντας εδώ του κάθε πολίτη ξεχωριστά) είναι παρασάγγας σημαντικότερη από εκείνη του συνταγματολόγου ή του νομομαθή, καθώς οι κυβερνώντες αποτελούν «αντιπροσώπους» δικούς μου και όχι της όποιας κάστας εξιδεικευμένων πανεπιστημιακών. Άρα, η ταπεινή μου ημιμάθεια έχει τον πρώτο λόγο, εφόσον αυτή «καθορίζει» (εδώ μειδιούμε) την πορεία μας, ως Κράτος. Όσον αφορά στην επιτακτική σημασία της ενημέρωσης και της γνώσης, κάθε πολίτη ξεχωριστά, αυτό σε μεταγενέστερη ανάρτηση. Από λίγα άρθρα, λοιπόν, και μερικές συζητήσεις στο διαδίκτυο ή με φίλους, ξεδιάκρινα δύο βασικά επιχειρήματα υπέρ την ενισχυμένης αναλογικής (εδώ θα μ’ ενδιέφερε φυσικά και η συμβολή σας, για διορθώσεις ή συμπληρώσεις):
α) Ισχυρίζονται λοιπόν οι υπέρμαχοι του status quo, πώς όσον αφορά στο ζήτημα της «δικαιότερης» αντιπροσώπευσης και η απλή αναλογική δε βρίσκεται στο απυρόβλητο, καθώς πάλι θα υπάρχει ένα ποσοστό (σαφώς μικρότερο βεβαίως) πολιτών οι οποίοι ουδόλως θα αντιπροσωπεύονται.
β) Επιπλέον, παρηγορούνται πως το υπάρχον καθεστώς μας εξασφαλίζει – σχεδόν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα – κυβερνήσεις αυτοδύναμες και ισχυρές, άρα και μια ποθητή πολιτική σταθερότητα.
Ας εξετάσουμε λοιπόν κατά πόσο, αυτά τα δύο επιχειρήματα, δικαιώνουν το υπάρχον εκλογικό σύστημα... [Μέρος 3ο]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου