Όταν δε λειτουργεί σωστά εκείνο που απεχθάνεσαι, όταν αποτυγχάνει παντελώς εκείνο που μισείς ή φοβάσαι, η χαιρεκακία πάει σύννεφο και μάλιστα δίχως την παραμικρή ενοχή. Αν για παράδειγμα, ένας γλιτσερός φασιστάκος (ακροδεξιού τύπου) σκοντάψει και του καρφωθεί το μαχαίρι στη βουβωνική χώρα, το πρώτο συναίσθημα που θα νιώσω και με κάθε τιμιότητα είναι εκείνο (δεν το κρύβω) της ανακούφισης. Σα να λέμε : επιτέλους, ένας μαλάκας λιγότερος! Βέβαια, κάποιες τύψεις θα καταφτάσουν κάποτε, αλλά σε χρόνο δεύτερο ή δέκατο-δεύτερο. Δε μιλώ για τίποτα υποκριτικές εκλογικεύσεις, στη βάση ηθικών επιταγών και τα συναφή. Μιλώ για τύψεις ειλικρινείς και πηγαίες, μα όπως και να το κάνουμε καθυστερημένες και στο κατόπι της από μηχανής «δικαίωσης». Για να μην υπάρχει ωστόσο παρεξήγηση, δεν πρόκειται για τύψεις αναίρεσης του πρωταρχικού αισθήματος, για μετάνοια. Όχι. Πρόκειται για τύψεις μιας χαμένης ευκαιρίας. Σα να λέμε μιας νίκης που μας τη στέρησε η τυχαιότητα. Κάθε "εχθρός" που αφανίζεται, πέραν από το λυπηρό της ακυρωμένης ύπαρξης, είναι ένας αποτυχημένος διάλογος ή μια ανεπίτευκτη ανακωχή. Ετούτη είναι η πραγματική ήττα : μια συνεννόηση, η οποία ουδέποτε ευοδώθηκε μέσα σε μια ισορροπία δυνάμεων ή στη βάση μιας αμοιβαιότητας. Θα μου πείτε τι είδους αμοιβαιότητα θα μπορούσε ποτέ να συνδέσει την καταφάσκουσα ζωή με το θάνατο του φασισμού; Ιδεολογικά καμία. Ωστόσο κανείς άνθρωπος δεν είναι ένα παγιωμένο στιγμιότυπο κι ιδεολογικός γρανίτης, ένας ερμηνευτικός μονόλιθος άπαξ και διαπαντώς αυτοσυνεπής. Σε αυτό το διαρκές γίγνεσθαι πάντα θα παρεισφρέει μια ελάχιστη ή μέγιστη ελπίδα, να χτιστεί επιτέλους ένα γιοφύρι της Άρτας πάνω στο θεμέλιο ενός κοινού λόγου ή μιας κοινής εμπειρίας. Όχι δίχως την απαραίτητη θυσία, δεν τ' αρνούμαι. Ελπίζοντας όμως, ετούτη τη φορά, να θυσιαστεί κάτι από τους εαυτούς μας, αντί των τυχαίων ή άτυχων εξιλαστήριων θυμάτων.
Όταν από την άλλη αποτυγχάνει εκείνο που αγαπάς, εκείνο που συμμερίζεσαι και πάνω του χτίζεις τις ουτοπίες σου, συλλογιέσαι τη ζωή σου ή έστω τον πολιτικό σου εαυτό, τότε τα πράγματα παύουν να είναι αστεία κι από ένα σημείο και μετά ξεπερνούν ακόμα και τα όρια της στεναχώριας ή της απογοήτευσης : απλά εξοργίζεσαι με τη μαλακία των ανθρώπων! Μιλώ, φυσικά, για τον αναρχισμό και τους αναρχικούς κι αποφεύγω τα κεφαλαία, ώστε ν' αποσυνδέσω τις έννοιες από τ' απολιθώματα των «ιδεολογιών». Ο αναρχισμός (οι λέξεις πραγματικά τον αδικούν) είναι μια χαρά θέαση του κόσμου γιατί είναι διαλεκτική με τον κόσμο και όχι κατάκτηση κι επιβολή. Αναρχικός είναι ο άνθρωπος εκείνος που βρίσκεται σ' ένα διαρκή αγώνα απελευθέρωσης. Για παράδειγμα ο μέσος αστός δε μπορεί να είναι ένας άνθρωπος καταρχήν ελεύθερος γιατί είναι δέσμιος των ιδεολογημάτων και των υλικών του μέσων. Ο αναρχικός του συρμού και της μαζικής παραγωγής είναι το ίδιο δέσμιος, φυσικά, γιατί και τούτος αστός είναι κατά βάση. Αλλά είναι μεγάλη κουβέντα αυτή. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν άνθρωποι με ψυχή τόσο ελεύθερη, ώστε τρομάζεις κι αποθαρρύνεσαι από τον προσωπικό σου εξανδραποδισμό. Είναι επίσης αλήθεια, παρόλα αυτά, πως η ελευθερία είναι μια διαρκής κατάκτηση και ατελεύτητη ωρίμανση. Ετούτο το τελευταίο, στο βαθμό που ισχύει, παρηγορεί κάπως εμάς τους ελευθεριακά ανάπηρους. Από την άλλη τώρα, οι αναρχικοί όχι ως ορισμός μα ως άνθρωποι, μάλλον ορθότερα ως πολιτικά πρόσωπα, μου φαίνονται κάπως για το μπούτσο και μάλιστα σε ποσοστό που ανησυχεί. Για άλλη μια φορά δε θα μιλήσω εν γένει για τον αναρχισμό, αν και κάποτε φιλοδοξώ να το κάνω μόνο και μόνο για τη ματιά του κόσμου που μου χάρισε και την αφύπνιση, αλλά θα μιλήσω με αφορμή κάποιο περιστατικό, όπως παλαιότερα είχα μιλήσει με αφορμή μια ανακοίνωση , από εκείνες του συρμού. Το πρόσφατο ανακοινωθέν περιστρέφεται γύρω από την αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ευθυμίου και μερικά ευτράπελα που πρόκειται να σχολιάσουμε.
Εν όψει των επερχόμενων εκλογών, όπου τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν απ' το κακό στο χειρότερο, με τις γαλάζιες εκσπερματίσεις πάλι προ των πυλών, έτοιμες να γονιμοποιήσουν ό,τι απόμεινε ακόμη παρθένο, τα πνεύματα στον ελευθεριακό κι ελευθεριάζοντα χώρο έχουν αρχίσει πιθανότατα να οξύνονται. Όλο και κάποια νέα Βίλα Αμαλίας μας περιμένει στη συμβολή των οδών Ιστορίας κι Επανάληψης κι ανησυχώ ότι θα γίνουμε και πάλι μάρτυρες εξαιρετικών αντιπαραθέσεων. Μέσα σ' όλα φαίνεται πως ετούτη η Ευθυμίου έπιασε να σκαλίζει τα κακάδια από τις κλασικές πληγές περί ασύλου και καταλήψεων με αποτέλεσμα να βρεθεί στο στόχαστρο πολλών κι αιχμηρών σχολίων. Μέσα στα αιχμηρά ετούτα περιλαμβάνεται και το χαριτωμένο ραβασάκι, το οποίο ανάρτησε το «Αναρχικό Στέκι της Φιλοσοφικής» εδώ κι εκεί , προκειμένου να μας ενημερώσει για τα καθέκαστα. Βασικά, το σύντομο ανακοινωθέν θα ήταν όντως χαριτωμένο αν δεν ήταν παντελώς ηλίθιο μα κι επικίνδυνο, καθώς προοικονομεί την ασυναρτησία που κυοφορείται στους αναρχικούς εγκεφάλους των δεκαετιών που πρόκειται ν' ακολουθήσουν! Θα γελούσα αν δεν ήμουν φανερά εκνευρισμένος κι αν δεν ένιωθα βαθιά ηττημένος απ' την ανοησία των ανθρώπων, με τους οποίους θα επιθυμούσα κάποτε να φτιάξω κάποιας μορφής κοινό μέτωπο (θα μου πεις : πότε; στα γεράματα; έχεις κοντέψει να πεθάνεις 3-4 φορές, τι περιμένεις;). Φυσικά δεν είναι όλοι οι αναρχικοί ίδιοι όπως δεν είναι κι όλοι οι άνθρωποι. Στο βαθμό, ωστόσο, που ανακοινώσεις αποφασίζονται από συλλογικότητες και όχι άτομα, ομολογώ πως έχω πολύ καιρό να διαβάσω ένα κάλεσμα, το οποίο να είναι πραγματικό μπόλιασμα και λίπασμα καρδιάς και όχι, άντε, μια ακόμα υποχρέωση που πρέπει να βγει μέχρι το τέλος της βδομάδας - όπως ας πούμε πληρώνουμε εμείς οι μικροαστοί το λογαριασμό του ρεύματος. Στην πραγματικότητα οι επαναστατικές προκηρύξεις ήταν μια ζωή το ίδιο αποξηραμένες κι άψυχες. Ευτυχώς που υπάρχουν κι οι αναρτήσεις στα διάφορα ιστολόγια, οι οποίες σώζουν όχι μόνο τα προσχήματα αλλά και την ελπίδα στον Άνθρωπο. Όσον αφορά, ωστόσο, στο θέμα της Ευθυμίου, εδώ δεν πρόκειται να συζητήσουμε τα φλέγοντα περί καθηγητικής αυθαιρεσίας και πανεπιστημιακού ασύλου - η προσωπική μου θέση δεν είναι του παρόντος - αλλά θα κουβεντιάσουμε κατά πόσο η ανακοίνωση της αναρχικής συλλογικότητας συνιστά καθαρή και τίμια πολιτική θέση ή, αντιθέτως, πρόκειται για ένα κωλόχαρτο του κερατά.
Το βασικότερο πρόβλημα με το ζήτημα της κυρίας Ευθυμίου είναι πως δεν έχουμε όλοι οι αναγνώστες κοινά βιώματα με τους συντάκτες του κειμένου κι έτσι εκείνο που στους τελευταίους θεωρείται δεδομένο, σε μας τους υπόλοιπους είναι αφετηρία και σημείο μηδέν - συμβαίνει ωστόσο και σ' αυτούς τους ίδιους τους φοιτητές, να μην έχουν δηλαδή όλοι ιδία εμπειρία όλων των καθηγητών. Ας υποθέσουμε πως η συλλογικότητα δεν είχε κατά νου την έκταση που θα δινόταν στο γεγονός κι ότι, κατά συνέπεια, η ανακοίνωση γράφτηκε με στενές αναγνωστικές φιλοδοξίες, ανυποψίαστη ότι θα έπεφτε στην αντίληψη πολλών και άσχετων με τη σχολή ή το χώρο. Τέλος πάντων, πάμε να εξετάσουμε αν πρόκειται για ακραιφνές πολιτικό κείμενο ως θα όφειλε κι όχι για ξεκαθάρισμα λογαριασμών - προσωπικών ή άλλων. Καθώς πολλοί από εμάς ούτε την κυρία Ευθυμίου γνωρίζουμε προσωπικά, ούτε και κανέναν πικραμένο από τ' Αναρχικό το Στέκι, οφείλουμε λοιπόν να διατηρούμε όμοιο σκεπτικισμό - για να μην πω καχυποψία - έναντι και των δυονών. Ενιστάμενος στον ίδιο μου τον εαυτό, ωστόσο, οφείλω να επισημάνω ότι η κυρία Ευθυμίου ως καθηγήτρια δεν είναι ίσα κι όμοια με το χαμηλόβαθμο φοιτηταριό. Είναι όχι μόνο θεωρητικά αλλά και θεσμικά παράγοντας εξουσίας, τη στιγμή που οι φοιτητές είναι με διάφορους τρόπους υποκείμενοι σε αυτήν, όπως τέλος πάντων και στον οποιονδήποτε καθηγητή. Ωστόσο, το θεσμικό της ρόλο η κυρία Ευθυμίου (όπως κι η κάθε Ευθυμίου) δεν θα μπορούσε να τον αποκηρύξει, με τρόπο διαφορετικό απ' την παραίτησή της, κάτι που θα ήταν άδικο να το ζητήσουμε, όπως δεν το ζητούμε π.χ. απ' τους καθηγητές της δευτεροβάθμιας, οι οποίοι θεσμικά είναι επίσης όργανα γραφειοκρατικής ή άλλης εξουσίας. Οπότε το μόνο που μας απομένει να καταφέρουμε είναι να διαπιστώσουμε, με κάποιον τρόπο, το καθαυτό ήθος της κυρίας Ευθυμίου. Ως προς αυτό, φυσικά, η ανακοίνωση δε μας βοηθάει περισσότερο απ' όσο τα φυλλάδια που μιλάνε για τη ζωή και τα θαύματα του Παΐσιου.
Τούτων λεχθέντων, λοιπόν, ας επιστρέψουμε στο αρχικό ζητούμενο. Ο ανυποψίαστος αναγνώστης δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί με απορία κι έκπληξη, ξεκινώντας την ανάγνωση : η πρώτη παράγραφος του ανακοινωθέντος είναι η χαρά του ψυχαναλυτή. Η κλάψα πάει σύννεφο και η μία δακρύβρεχτη ιστορία διαδέχεται την άλλη. Οι τρυφεροί βλαστοί, απ' τους οποίους παράγεται η μαύρη ζάχαρη του φοιτητικού εσπρέσο, λυγούν κι υποχωρούν ανυπεράσπιστοι μπροστά στην πρώτη ειρωνία, στην πρώτη απαξίωση ή στο κάτω-κάτω στην πρώτη σκληρή κουβέντα ή αυστηρότητα. Οι αναρχικοί μαχητές αντί να αντιπαραβάλουν πολιτικά τα δύο διαφορετικά ήθη που θεωρούν πως συγκρούονται εντός του πανεπιστημιακού χώρου, ξαπλώνουν στο ντιβάνι του Φρόυντ και μας βγάζουνε τα σώψυχά τους, όπως οι γιαγιάδες που κάθονταν δίπλα μας στις ατελείωτες διαδρομές των ΚΤΕΛ. Μάλιστα δίχως να μας λένε και τίποτα πρωτότυπο, πέραν δηλαδή των γραφικών ανέκδοτων ιστοριών που συνειδητοποιώ πως έχουν παραμείνει απαράλλαχτες εδώ και τριάντα χρόνια κι απ' τις οποίες όλο και κάτι έχουμε οι περισσότεροι να διηγηθούμε, απ' όσους τρίψαμε και πέντε παντελόνια σε κάποιο αμφιθέατρο. Αλλά δεν το κάναμε και ζήτημα. Θα μου πεις «σιγά ρε καραγκιόζη, που είχες και πολιτική συνείδηση στα είκοσι, τότε που αγόραζες ακόμα Βήμα και διάβαζες και Πρετεντέρη». Σωστό κι αυτό και δηλώνω ταπεινά ένοχος. Όσον αφορά, ωστόσο, στην καταδίκη μιας συμπεριφοράς χρειάζεται και μια στοιχειώδη συναισθηματική ευφυΐα κι είναι, παρόλα αυτά, εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς που σταμάτα η απλή ανθρώπινη ιδιοτροπία και το δύστροπο του χαρακτήρα και πού ξεκινά η κατάχρηση της εξουσίας. Μια καθηγήτρια που προσβάλλει κάποιον για τις γεωγραφικές, τις ορθογραφικές ή τις σεξουαλικές του ελλείψεις είναι φυσικά ένας άνθρωπος αγενής, είρων και ακοινώνητος, αλλά δεν είναι απαραίτητα το τέρας της φύσης και του καπιταλισμού που θέλουν να την παρουσιάσουν οι αναρχικοί φλώροι. Ούτε ακόμη συνεπάγεται η αγένεια κατάχρηση εξουσίας, αυθαιρεσία και άλλα παρόμοια δεινά. Η αγένεια συνεπάγεται την αγένεια, άντε και τα μοναχικά γεράματα, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Προκειμένου να κρίνουμε πολιτικά έναν άνθρωπο τα προσωπικά μας αισθήματα σίγουρα δεν είναι το καταλληλότερο κριτήριο. Για να καταδειχτεί η εικαζόμενη αυθαιρεσία, απαιτούνται σαφέστερα προσδιορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, απ' ότι τα δάκρυα μιας ροζ πριγκίπισσας ή έστω μιας ευαίσθητης ψυχής. Απαιτούνται γεγονότα τα οποία να μπορούν να διασταυρωθούν απ' τον καθένα κι επίσημες καταγγελίες. Ο λόγος σου προς το λόγο μου δε συνιστά, φυσικά, ούτε ξώφαλτσα, ούτε κατά σύμβαση τέτοιο κριτήριο και, φυσικά, σε καμία περίπτωση δε συνιστά πολιτικό λόγο.
Η τρικυμία εν κρανίω, η οποία ταλανίζει τα κακόμοιρα παιδιά της Φιλοσοφικής, τα κάνει να συγχέουν την απόδειξη μ' ένα συμβάν, μια φήμη ή ένα κουτσομπολιό, κάτι που δεν δικαιολογείται από ανθρώπους, οι οποίοι οφείλουν να έχουν μιαν ελάχιστη τριβή με τους κανόνες της λογικής συμπερασματολογίας. Το «ορισμένα άτομα αποχωρούν κλαίγοντας απ' το γραφείο της» δε συνιστά φυσικά «απόδειξη», αλλά μια γλαφυρή εικόνα. Για μένα που είμαι άσχετος δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από ένα συνηθισμένο, γραφικό περιστατικό, το οποίο δεν είμαι βέβαιος, ακόμα κι εκείνοι οι φοιτητές άλλων ετών, αν και κατά πόσο είναι σε θέση να εξακριβώσουν. Οι προηγούμενες καταγγελίες, όχι μόνο δε συνιστούν αποδείξεις των αποδιδόμενων, αλλά δε συνιστούν μήτε στο ελάχιστο ενδείξεις. Θα μπορούσα κάλλιστα να φανώ κακεντρεχής και να πλάσω μια εντελώς αντίθετη ιστορία, από τα ίδια φαινόμενα. Για παράδειγμα πως πρόκειται για φοιτητές ανεπρόκοπους και γλειψιματίες, οι οποίοι με πλάγια μέσα επιχείρησαν να κερδίσουν την όποια εύνοια κι εφόσον έφαγαν πόρτα, αποχώρησαν κλαψουρίζοντας με την ουρά στα σκέλια, σχεδιάζοντας τη φαρμακερή τους εκδίκηση με θεατρινισμούς και τερατολογίες, επιπέδου νηπίου : θα σου δείξω εγώ και θα το πω στον μπαμπά μου. Θα μπορούσε ακόμα να συνέβη σε δυο-τρεις παρατρεχάμενους της αναρχικής παρεούλας, εξού κι η υπερβάλλουσα ευαισθησία. Γιατί φυσικά όπως κι εμείς οι κοινοί θνητοί, έτσι και οι αναρχικοί δεν είναι τίποτα ασκητές στο απυρόβλητο κι υπεράνω των κοινών ανθρώπινων ελαττωμάτων και της μικρότητας. Τι 'ναι εκείνο που καθιστά μια αναρχική δήλωση περισσότερο αξιόπιστη από την αντικείμενή της; Τι 'ναι εκείνο που κάνει μια ιστορία πειστικότερη από μιαν άλλη; Θα μου πείτε : μα φυσικά η κοινή εμπειρία, η οποία φυσικά απουσιάζει σ' εμάς που βρισκόμαστε εκτός χορού και χώρου. Γι' αυτό και, κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος τρόπος να επιλύονται παρόμοια ζητήματα είναι καθαρά εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας, όπου η κοινή εμπειρία συνιστά όντως μια μορφή γνώσης μεταξύ των μελών της. Δεν είναι υποχρεωτικό κάθε γνώση να μπορεί να μεταλαμπαδεύεται εξίσου πειστικά και με άλλον εκφραστικό τρόπο, σε μένα, σε σένα ή σε οποιονδήποτε εξωτερικό παρατηρητή. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο θα πρέπει οι ανακοινώσεις αυτού του είδους ν' αποφεύγουν τις ad hominem κακοτοπιές, που δεν προσφέρουν τίποτα - μα ίσα-ίσα αποστερούν από τα δίκαια το δίκαιο - και να συντάσσονται πάνω σε μια διαφορετική λογική, η οποία να μην είναι της καφετερίας και του μεταξύ μας, αλλά περισσότερο πολιτική και εννοιολογική - εφόσον δεν υπάρχουν άλλες, επίσημες παραπομπές.
Η δεύτερη παράγραφος δεν εξελίσσεται καλύτερα από την πρώτη, παρά επεκτείνεται τώρα από το χώρο του γραφείου και του διαδρόμου στο χώρο των καθηγητικών παραδόσεων. Η κυρία Ευθυμίου κατηγορείται για «ταξική μεροληψία» και «ιδεολογική προπαγάνδα ... με απώτερό της στόχο να διαμορφώσει πειθήνιες στο καπιταλιστικό σύστημα συνειδήσεις». Ξαφνικά, από τα δάκρυα της Μάρθας Βούρτση περάσαμε στον κλασικό ξύλινο λόγο της επαναστατικής αερολογίας, όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Σαν τον τετράχρονο πιτσιρικά που έμαθε τη λέξη «μαλάκας» και την κολλάει παντού, δίχως να ξέρει καλά-καλά τι σημαίνει, είναι αδύνατον να διαβάσει κανείς μιαν ανακοίνωση της προκοπής δίχως να σκοντάψει στα χιλιομασημένα. Είναι αξιοσημείωτο πώς ο λόγος νέων παιδιών ζέχνει κάτι από μούχλα Ριζοσπάστη. Καρδιές ελεύθερες, ανοιχτές στην ποικιλία και την αλλαγή, στον ανθρώπινο συγχρωτισμό και την αλληλεπίδραση, δεν εκφράζονται με καταγρατζουνισμένες «ταξικές μεροληψίες» και «ιδεολογικές προπαγάνδες». Περιμένα από νέα παιδιά να μιλήσουν μ' ενθουσιασμό και λόγο ζωντανό, με νέα γλώσσα και νέες εικόνες του κόσμου. Αντ' αυτού έχουμε τους Μπέντζαμιν Μπάτον του αναρχισμού, οχδοντάχρονους γεροξεκούτηδες ή γεροξεκούτισσες με όψη νέων, αλλά νόες ήδη αφυδατωμένους από κάθε ικμάδα και πρωτοτυπία. Μα έχει πλάκα να το πούμε και τούτο : παρακολουθώντας κανείς τα σχόλια στο διαδίκτυο, κατά κύριο λόγο, του δημιουργείται η εντύπωση πως η κυρία Ευθυμίου είναι μια σιχαμένη αριστερή αποδομίστρια των πάντων, από εκείνες που φέραν την Ελλάδα εδώ που τη φέρανε. Τώρα μαθαίνουμε απ' τους αναρχικούς πως όχι, το ακριβώς αντίθετο, πρόκειται για καπιταλίστρια του κιαρατά. Πιάσε τ' αυγό και κούρευ'το! Πίσω στο θέμα μας, όμως, δεν υπάρχει πιο τετριμμένο και βαρετό πράγμα στον κόσμο απ' το να κατηγορήσεις έναν οποιονδήποτε ιστορικό για μεροληψία, στο βαθμό που όλοι οι άνθρωποι είμαστε δέσμιοι των διηγήσεών μας κι ούτε ο Θουκυδίδης δεν ξέφυγε της κριτικής. Είναι όμως αδύνατο ή έστω παρακινδυνευμένο να πιάσει και ν' αποδίδει κανείς προθέσεις και σκοποθεσίες, δεξιά κι αριστερά. Εδώ οι καλοί αναρχικοί εκτροχιάζονται και βάζουν άγαρμπα τρικλοποδιά στους εαυτούς τους. Αποδίδουν στην Ευθυμίου προθέσεις και στραγητικούς σχεδιασμούς, ωσάν να επρόκειτο για κανένα μυστικό πράκτορα των καπιταλιστικών αγορών ή το Βελόπουλο, αντί για μια γραφική καθηγήτρια, με κάποιο πάθος και το θάρρος παρόλα αυτά της γνώμης της - όσο ανόητη κι αν ακούγεται η τελευταία στ' αυτιά του οποιουδήποτε. Με άλλα λόγια την πλάθουν περισσότερο επικίνδυνη απ' ό,τι πιθανότατα είναι, γιατί πώς να το κάνουμε, κάποιος πρέπει να παίξει και το ρόλο του βαρβάρου.
Για να μην πλατειάσουμε κι άλλο, η τρίτη και τέταρτη παράγραφος, μας παρουσιάζουν επιτέλους μια κάποια στοιχειώδη πολιτική κριτική, δε μας εξηγούν παρόλα αυτά το σημαντικότερο. Εδώ ανακύπτει για μία ακόμη φορά των αιώνιο πρόβλημα των αναρχικών ή γενικά των αριστερών προκηρύξεων : δεν αποφασίζουν να πάρουν επιτέλους θέση αν απευθύνονται στην κοινωνία (και άρα στον οποιονδήποτε) ή αν απευθύνονται στους ομοίους τους. Γιατί αν απευθύνονται στους ομοίους τους, τότε πάω πάσο κι οι κατά καιρούς προκηρύξεις δεν έχουν χρεία καμιάς περαιτέρω αιτιολόγησης - θα τολμούσα να πω, μάλιστα, πως είναι κι εξαιρετικά φλύαρες. Αν ωστόσο απευθύνονται στους πάντες, το ζητούμενο δεν είναι να μας περιγράψουν μόνον εκείνο που τους απασχολεί, αλλά και τους λόγους για τους οποίους τους απασχολεί. Κι όλα αυτά, επιπλέον, σε μια γλώσσα κοινή και κατανοητή στους πάντες. Αντ' αυτού, συνήθως παραπαίουν σ' εκείνο το νεφελώδες πουθενά, απευθυνόμενοι προς ολόκληρη την κοινωνία, σε μια αντικαπιταλιστική «καθαρεύουσα», την οποία διαβάζουν μόνον οι μυημένοι. Έτσι κι εν προκειμένω, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να μας απαριθμήσει κανείς, μία προς μία, τις πλέον «κατάπτυστες» απ' τις δηλώσεις της όποιας Ευθυμίου, όταν παίρνει την ερμηνευτική οδό ως δεδομένη και με γράφει στα παπάρια του. Με τον τρόπο αυτό, καταρχάς, δε σέβεται ούτε τον αναγνώστη, θεωρώντας τον ή τόσο μονοδιάστατο ή τόσο χάπατο, ούτε τον εαυτό του, θεωρώντας πως έχει το αλάνθαστο κι άρα καταλήγοντας να μονολογεί, αντί να προκαλεί διάλογο. Για ποιον ακριβώς λόγο, τώρα, οι όποιες δηλώσεις της Ευθυμίου συνιστούν δεινό, απειλή, προσβολή, κατάχρηση, αυθαιρεσία και τέλος πάντων κάτι στο οποίο αξίζει κανείς ν' αντιταχθεί, δεν πρόκειται φυσικά να μάθουμε ποτέ, τουλάχιστον όχι από ετούτη την προκήρυξη. Σημειώνουμε πως ούτε μεταξύ των φοιτητών αποτελούν ομοφωνίες κι ομοϊδεασμούς έννοιες όπως το άσυλο, η απεργία, η εξουσία, η κατάληψη και τα λοιπά, στο βαθμό που κι οι ίδιοι μόλις τώρα αποκτούν τις πρώτες συνειδήσεις. Όπως σε κάθε κοινωνικό μόρφωμα και φαινόμενο, οι σχέσεις είναι διαλεκτικές και συνδιαμορφούμενες απ' το κοινό αγώνισμα της μετοχής σε αυτές κι αν παγιώνονται παγιώνονται όχι άπαξ και διαπαντός μα σε ιστορικές στιγμές ή περιόδους, όσο δηλαδή εξακολουθούν να υπάρχουν γενιές που σημαίνουν τα ίδια σημαινόμενα. Για να τελειώνουμε, είναι λογικά ασυνάρτητο να κατηγορείται για συστημικότητα οποιοσδήποτε στέκει αντίθετος ή έστω σκεπτικός προς μια κατάληψη, το άσυλο ή ό,τι άλλο, δίχως να εξετάσουμε τους λόγους οι οποίοι τον οδηγούν σ' αυτή τη στάση. Γιατί η στάση του μπορεί να εμπεριέχει κάτι περισσότερο ζωντανό και γόνιμο, απ' την παραδοσιακή προσκόλληση στα «ιερά και όσια». Καταλήγουμε δηλαδή στα τετριμμένα : αν πιάσουμε την κοινωνία και τη χωρίσουμε σε άσπρους-μαύρους (πολύ λιγότερο, στις αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου που εμείς αντιλαμβανόμαστε) αναπόφευκτα δημιουργούμε εχθρούς από το πουθενά, σα δηλαδή να μη μας έφταναν οι πραγματικοί εχθροί κι οι εξουσίες.
Εξίσου επικίνδυνη, ωστόσο, είναι κι ετούτη η προβληματική, η οποία ανακύπτει απ' το συνάθροισμα της αναρχικής φαφλατολογίας : κατά πόσο τελικά δικαιούμαστε να διώκουμε κάποιον για τις ιδέες και τους λόγους του, αντί για αυτές καθαυτές τις πράξεις του. Από το κύριο σώμα του κειμένου γίνεται ξεκάθαρο πως η γραφική καθηγήτρια έχει (μάλλον) κάποιες συγκεκριμένες αντιλήψεις οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις αντίστοιχες «αγωνιστικές». Βάζω τα εισαγωγικά γιατί κανείς δεν κατοχυρώνει δικαιώματα αγωνιστικότητας. Η Ευθυμίου, προφανώς, αγωνίζεται κι εκείνη από το μετερίζι της για ό,τι τέλος πάντων νομίζει πως καταλαβαίνει. Ωραία και τώρα, λοιπόν, τι να κάνουμε; Να πιάσουμε να την αλείψουμε πίσσα; Να τη δέσουμε σε μια σανίδα στο πειρατικό του Μαυρογένη, ωσότου παραδεχτεί πως έσφαλε και μετανοήσει; Ακόμα κι αν επιθυμεί την κατάργηση του ασύλου, θα της απαγορέψουμε να το συζητά και να το διακηρύττει; Από πότε απογορεύεται να επιθυμεί κανείς την κατάργηση του ασύλου ή ακόμα και την κατάργηση της δημοκρατίας; Μπορεί να 'ναι μαλακία, αλλά γούστο της καπέλο της να μαλακίζεται, αφού δεν πιτσιλάει κανέναν. Μέχρι εκεί φτάνει, λοιπόν, η φαντασία του «γνήσια αγωνιστικού ήθους»; Να δημιουργήσουμε μια κοινωνία φόβου του λόγου εκείνου, ο οποίος μας είναι αντίπαλος ή ανοίκειος; Κι αν ο αναρχισμός είναι τελικά το μέτρο σύγκρισης των πάντων, τον αναρχισμό τελικά ποιος θα τον κρίνει;
Θα περίμενε τώρα κανείς, κλείνοντας ετούτη η προκήρυξη, να ορθώσουν οι συντάκτες της ένα μεγαλειώδες ανάστημα παντελώς διαφορετικού ήθους από εκείνο που αντιπαλεύουν. Θα περιμέναμε ν' ανοίξουν ένα τεράστιο διάλογο, αντί να ρωτούν και ν' απαντούν μονάχοι. Θα περιμέναμε να αναλάβουν γνήσεις αναρχικές πρωτοβουλίες με διαρκείς παρεμβάσεις σε ώρες μαθημάτων, σε κιλικεία κι εξεταστικές και τέλος πάντων οπουδήποτε, ώστε να μη μείνει κανείς αμέτοχος με τη δικαιολογία της άγνοιας. Θα περιμέναμε μια πρόσκληση σε κοινή δράση, ένα ανοιχτό κάλεσμα, μια ουσιαστική δράση που δεν πάει ο νους μου! Μια συναυλία βρε αδελφε! Μπροστά σε ένα τόσο επιτακτικό και ζωτικής σημασίας ζήτημα, απ' το οποίο κρίνεται η τύχη μιας ολάκερης βουρκωμένης και παραπονεμένης γενιάς φοιτητών, και το οποίο τους εξωθεί να επιτεθούν εναντίον συγκριμένου προσώπου και όχι εναντίον θεσμού, όπως μας έχουν συνηθίσει, θα περιμέναμε να οργανωθούν με τρόπο, που θα 'δινε την εικόνα ζωντανού φοιτητικού σώματος κι όχι τους γέρους απ' το Muppet Show. Τίποτα, τίποτα, τίποτα! Τίποτε από τα προηγούμενα δε φαίνεται συγκινεί πια το φοιτητή αναρχικό, ειδικά τώρα που πιάνουνε οι ζέστες. Δεν έμειναν ωστόσο αδρανείς! Αντ' αυτών που κατέληξαν λοιπόν οι μάγκες, ποιες ήταν τελικά οι δράσεις τους; «Προχωρήσαμε» λέει «στην αναγραφή συνθημάτων»! Ε; Πως; Τι; Μετά το πύρινο και δυσφημιστικό λογύδριο που ζητά να φέρει τα πάνω-κάτω στην καθηγητική αυθαιρεσία, το μυαλό του κατ' επίφαση αναρχικού καταφέρνει να φτάσει μονάχα μέχρι το ράφι με τα σπρέι και να γράψει τον πόνο του στους τοίχους. Όχι φυσικά ως φίλια προπαγάνδα ενημέρωσης και αφύπνισης της φοιτητικής του κοινότητας, παρά σαν προσωπικό ξέσπασμα ή σεχταριστική εκτόνωση. Δηλαδή μια κίνηση αποδόμησης, παρά μια κίνηση κοινότητας. Κάτι τέτοιες μαλακίες, που ξεπερνούν κατά πολύ τα πλαίσια του φοιτητικού κόσμου και του νεαρού της ηλικίας, αλλά επεκτείνονται και στη χώρα των «ενηλίκων», κατά τη γνώμη μου στοιχίζουν πολύ στο αναρχικό κίνημα, το οποίο ούτως ή άλλως παλεύει ακόμα με τον εαυτό του. Παλεύει να ωριμάσει, αλλά αρνείται ακόμα ν' αυτοπροσδιοριστεί και ν' αναλάβει τις ευθύνες του, σαν έφηβος που γουστάρει ενδόμυχα κι αρρωστημένα την πατρική εξουσία, καθώς έτσι αποκτά υπόσταση και νόημα η δική του δράση ως αντίδραση. Έτσι φυτοζωούν και φθίνουν τα κινήματα, από ξεψυχισμένη αντίδραση σε αντίδραση (κι επί ΣΥΡΙΖΑ τον ύπνο του δικαίου) και πάντα στο περιθώριο που το Σύστημα τους επιτρέπει. Κι έτσι θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, δίχως ποτέ στη ζωή μου να γίνω μάρτυρας (ίσως και μέτοχος) ενός συνολικού και πρωτότυπου εγχειρήματος αυτονομίας.
Μαρία Ευθυμίου : Περισσότερο αναρχική απ' τους αναρχικούς, πρώτον γιατί δεν υποτάσσεται στην τρομοκρατία μιας θρασύδειλης ανωνυμίας και δεύτερον γιατί έχει το θάρρος να επιμένει φανερά στις αρχές της - όποιες κι αν είναι αυτές, συστημικές ή ακόμα και ανόητες.
Μαρία Ευθυμίου : Περισσότερο αναρχική απ' τους αναρχικούς, πρώτον γιατί δεν υποτάσσεται στην τρομοκρατία μιας θρασύδειλης ανωνυμίας και δεύτερον γιατί έχει το θάρρος να επιμένει φανερά στις αρχές της - όποιες κι αν είναι αυτές, συστημικές ή ακόμα και ανόητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου