Τούτων λεχθέντων, μπορώ να προχωρήσω πλέον σε ό,τι ανοησία, τέλος πάντων, έχω κι εγώ το θράσσος να εμέσσω. Σχεδόν ασυναίσθητα κι από τα βάθη μιας ριζωμένης αποστροφής, ετούτη η εισαγωγή μοιάζει προ-αποφασισμένη από χρόνια. Μιλώ για εκείνη την πρώτη φορά, τότε που ένιωσα πραγματική και βαθιά ντροπή για τη θέση και τη συμμετοχή μου. Νέα Φιλαδέλφεια 2013, αντιφασιστική πορεία. Η λεωφόρος κλειστή, εγώ πρώτη μούρη, πανό στο χέρι (μεγάλη η χάρη μου), αυτοκίνητα σταματημένα, σούσουρο και συνθήματα. Κλασικός και τυποποιημένος περίπατος του θεαθήναι. Άιντε, τη βγάλαμε κι αυτή την υποχρέωση. Η ατμόσφαιρα αναφανδόν προσποιητή: φωνές ξεψυχισμένες, πάθη προσποιητά, βήμα επιταφίου. Ως συνήθως, δηλαδή. Δεν υπονοώ ότι οι προθέσεις ή τα αισθήματα ήτανε όμοια προσποιητά. Ούτε γι' αστείο. Ούτε εννοώ όλες εκείνες τις πορδές και τα λογής καρύδια, που χώνονταν και θα χώνονται πάντοτε στις πολυπληθείς ομάδες: κρυφο-φασίστες, ρουφιάνοι, τυχοδιώκτες, ύαινες. Δε θα χάσω ποτέ τα λόγια μου, αναφερόμενος σε τέτοιους κι ας προχωρήσουμε.
Το προσποιητό αναφέρεται σε όλους εμάς, που μεγαλωμένοι αλλιώς και μ' άλλα ήθη, έθιμα και γλώσσα (εδώ δεν ηθικολογώ, μιλώ ίσα), ενδυόμαστε ήθη, έθιμα και γλώσσα παντελώς ξένα με τα δικά μας. Ετούτες οι παράτες με τα πανό και τις σηκωμένες γροθιές, αυθόρμητα ξεσπάσματα άλλων εποχών ή καταστάσεων, εποχών γεμάτων ψυχή και αίμα, σήμερα κυκλοφορούν σα νεκροζώντανοι πιθηκισμοί. Τα φοράμε σα ρούχο ξένο ή δανεικό, ενοχλητικά παράταιρο, καταντώντας έτσι παλιάτσοι και μασκαράδες. Το μυαλό μας δε φτάνει παραπέρα κι ούτε έχουμε το ταλέντο να δημιουργήσουμε μια νέα, δική μας γλώσσα. Ξεπατικώνουμε αντιδράσεις ετοιματζίδικες, προχωρούμε πάνω στα εξωτερικά σχήματα του παρελθόντος, πάνω στην ασφάλεια μιας αδιέξοδης πια πεπατημένης, η μια μετά την άλλη, γενιές άγονες και αδιάφορες. Στο κάτω-κάτω δεν έχουμε και πολλά καινούργια να πούμε. Αναμασάμε σα μυρηκαστικά τα σωθικά μας. Τους αριστερούς να πιάσεις; διαβάζουνε ακόμα μπροσούρες που κοντεύουν 150 χρόνια. Τους αναρχικούς; έχουν μείνει σε Μπακούνιν και Μαλατέστα. Για τους δεξιούς τι να πω, θεωρητικό υπόβαθρο μηδέν. Μόνο βολή και ψώνια. Θα τα πούμε και παρακάτω τούτα, καθώς ίσα-ίσα δεν τα υποτιμώ καθόλου (όχι τα ψώνια, τα προηγούμενα). [ Οι γενικεύσεις μου, επίσης, άμεσα κατακριτέες, ανεκτές μόνο χάριν ροής κάποιου νοήματος. ]
Σ' αυτή την - να την πούμε αναπόφευκτη - μασκαράτα, πιάσαμε το λοιπόν κάποτε να φωνάζουμε και το κλασικό χιτάκι της εποχής: Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες! Τούτη η ασύλληπτη φασιστική καφρίλα, αυτό το ξέπλυμα απύθμενης ανοησίας, μου 'χε κάτσει καταμεσίς σε φάρυγγα, οισοφάγο και διάφραγμα, από την πρώτη κιόλας στιγμή που γνωριστήκαμε, καιρό πριν τη φάση που περιγράφω. Κι όπως θ' αναλύσω σε λίγο, δε μπορώ να το χωνέψω πως στην εποχή μας, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι νοήμονες, που καταντούν στην αναπαραγωγή τόσης βλακείας, έτσι ανερυθρίαστα.
Θυμάμαι, λοιπόν, το σκηνικό: φωνές επιτηδευμένα αγωνιστικές να ξεστομίζουν το παραπάνω ξέρασμα, άλλες αδιάφορες, άλλες με στόμφο και σάλια, άλλες γελώντας λες και τραβούσαμε για κάνα πανυγήρι. Τα βήματα των περαστικών ανήσυχα ή περίεργα, βλέμματα τρομαγμένα πίσω απ' το τζάμι ενός καθηλωμένου τρόλεϊ, αναστάτωση κι ευτελισμός, εικόνες σουρεάλ και γραφικές. Το κερασάκι στην τούρτα: όλες ετούτες οι χαριτωμενιές και τα μειδιάματα, το κλειστό ματάκι και το σχιστό χειλάκι όλο νόημα, καλά τα καταφέραμε κι απόψε, δώσαμε ένα στίγμα όσο νά 'ναι. Όμως ο αληθινός πολιτισμός, που άθελα μεταδίδαμε ανάμεσα στα συμφραζόμενα, από αγνή ηλιθιότητα κι όχι με ιδιαίτερα προσχήματα, ήταν διαφορετικός και κάθε άλλο παρά αντιφασιστικός. Σίγουρα, πάντως, δεν ήταν πολιτισμός ανθρώπων, που ένιωθαν να φέρνουν εις πέρας κάποιο χρέος σοβαρό ή μιαν ευθύνη, όπως η στοχευμένη παρέμβαση στη μικρή, τοπική μας κοινωνία.
Πώς είχα ξεγελαστεί, λοιπόν, κι είχα βρεθεί να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους τόσο αστείους; Τι γύρευα ανάμεσα στους αλαφρείς και τους εύκολους, που μέσα στην αλαφράδα τους καταντούσαν επικίνδυνοι; Τι σχέση είχε το ήθος στο οποίο γύρευα να μετάσχω με αυτή τη συσσωρευμένη απογύμνωση, κάθε αξιοπρέπειας του νου; Αηδίασα με τον εαυτό μου, με τους συνανθρώπους μου, με τον κόσμο, το σύμπαν και τα πάντα όλα. Να τα πιάσουμε, λοιπόν, από τη ρίζα τους, παίρνοντας ως τέλεια αφορμή και σύμβολο, το ζωώδες ετούτο σύνθημα, που αποβλακώνει και αποκτηνώνει το φέροντα κι έχει βαθιά τις ρίζες του στην τρικυμία εν κρανίω ενός συγκεκριμένου τύπου - διόλου ασυνήθιστου - αγωνιζόμενου ανθρώπου. Τα παρακάτω αναφέρονται ισοδύναμα σε οποιονδήποτε «επαναστατικό» χώρο αναπαράγει το συγκεκριμένο ήθος, ασχέτως απ' τις καταβολές του: αριστερές, αναρχικές, οικολογικές, lgbtq και δε συμμαζεύεται.
Φασίστες κουφάλες έρχονται κι άλλοι φασίστες
Για να ξεμπερδεύουμε με τα εύκολα, το σύνθημα ετούτο είναι καταρχάς παντελώς ακαλαίσθητο. Αντί για παιδί της Νυκτός και του Ερέβους, είναι μάλλον εξάμβλωμα της Αμάθειας και του Γηπέδου, της Ασχήμιας και του Οχετού. Είναι εύκολο, πιασάρικο έχει και μια βρισιά κι όλη η παρέα των πεντάχρονων νιώθει πολύ μαγκιά, κάθε που το αναπαράγει. Θα είχε σκέτη πλάκα, αν παρέμενε απλά γκράφιτι πάνω σε τίποτα τσιμεντότοιχους της παλιάς εθνικής, δίπλα στα «Βουλκανιζατέρ ο Γιάννης» και «Πωλούνται οικόπεδα». Αλλά δεν είναι έτσι. Ανα-μεταδίδεται, ανα-τυπώνεται, ανα-διατυμπανίζεται, ξανά και ξανά και ξανά, από φυλλάδια, εξώφυλλα, πορείες, μπροσούρες, αφίσες, καθημερινές κουβέντες και πάει λέγοντας, γίνεται μέσο πολιτισμού. Κακόηχο, ακαλαίσθητο, ανόητο. Επειδή, ωστόσο, δεν έχω σκοπό να προχωρήσω σε καλλιτεχνική ανάλυση, ας το λήξουμε εδώ.
Το πλέον επικίνδυνο χαρακτηριστικό ετούτης της ανοησίας (εκτός της ανοησίας της ίδιας, αρκούντως επικίνδυνης από μόνη της) είναι ότι αναπαράγει το φασισμό το λιγότερο νοηματικά, αλλά κατά μείζονα λόγο φύσει και θέσει. Κι εξηγούμαι, με λόγια λιτά και σύντομα: είναι φασιστικό διότι ανάγει το συναίσθημα σε πολιτικό μήνυμα κι αν αυτό δεν είναι συστατικό στοιχείο και αρχή φασισμού, τότε τι διάολο άλλο είναι; Να το πούμε κι αλλιώς: δε συνιστά πολιτικό σύνθημα με αφετηρία κάποιο συναίσθημα, κάτι που θα 'ταν ούτως ή άλλως φυσιολογικό, αλλά υποβιβάζει τον πολιτικό στίβο σε απλή αρένα και ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Μάλιστα. Ωραία.
Τι μας λέει, από σκοπιά πολιτική, το σύνθημα αυτό; Τίποτα απολύτως κι ολοστρόγγυλο μηδέν, σαν τ' ολόγιομο φεγγάρι. Μας λέει άραγε ποια πολιτική εκφράζουν οι αλαλάζοντες; Μπα. Μήπως, πάλι, μαθαίνουμε κάτι για τα ιδανικά που υπερασπίζονται ή οραματίζονται; Ούτε, εκτός κι αν οι κρεμάλες συνιστούν όραμα. Αποτελεί μήπως πρόσκληση σε αγώνα ή εγχείρημα ενθουσιασμού; Μεγάλη πλάκα. Συνιστά επιταγή δικαιοσύνης, με όρους πόλεως και όχι ένοπλου αντάρτικου; Για ποια αδικία, ποιο έγκλημα, ποια ταξική πάλη; Μήπως στην τελική αποτελεί μια κραυγή αρχετυπικής αναγκαιότητας ανθρώπων που απλά πεινούν, πονούν ή εκφράζουν κάτι υπαρκτικά θεμελιώδες; Μα πού πάω και τα βρίσκω; Ενώ, όμως, το πολιτικό νόημα είναι ανύπαρκτο, το ήθος του συνθήματος είναι εκκωφαντικά ξεκάθαρο, όσο και κτηνώδες: δεν καταφεύγει στη βία ως ύστατη λύση, αλλά την εκθειάζει, σε μια συναισθηματική εκτόνωση μεγατόνων. Οι άνθρωποι που αναπαράγουν τόση βλακεία δεν αποτελούν, σε καμία περίπτωση, πολιτικά όντα, αλλά διάγουν ακόμα σ' ένα προ-πολιτικό στάδιο εφηβείας, για να μην πάμε κι άλλο πίσω.
Δε συζητάμε εδώ για τίποτα πολιτικές της γραβάτας και του «σας παρακαλώ», ούτε όμως φτάσαμε διαμιάς στο άκρο του μαχαιριού και της αγχόνης, ακυρώνοντας έτσι την αληθινή πολιτική πάλη. Κι αληθινή πολιτική πάλη είναι όχι εκείνη που φοβάται το ένοπλο, αλλά αν είναι δυνατόν εκείνη που το απεχθάνεται. Εκείνη, που εξαντλεί και την παραμικρή ελπίδα να μην κυλήσει στο θάνατο, καθώς έχει αφετηρία και φάρο το ανεπανάληπτο της ζωής.
Ο αγωνιστικός-επαναστατικός χώρος μοιάζει να κατατρύχεται από νοσηρότητες σωρό, εκ των οποίων μία και η συναισθηματική προσκόλληση σε κούφιες παραδόσεις. Ετούτο το ψυχολογικό καθεστώς, το οποίο επισήμως μπορεί να μη φαίνεται ξεκάθαρα, μαστίζει ωστόσο τις ατομικές συνειδήσεις, όπως αποκαλύπτεται περίτρανα στις συζητήσεις, τους ιντερνετικούς σχολιασμούς, τις πολιτικές αναλύσεις. Φιμώνει τη γόνιμη αγωνιστικότητα κρατώντας την δέσμια μιας κεκτημένης συνήθειας κι ως εκ τούτου περισσότερο αντιδραστική, παρά επαναστατική.
Μιλώ, φυσικά, για τον ιδιαίτερο φετιχισμό των όπλων, τη γλώσσα και την πολεμική του ανταρτοπολέμου, το μανικό μίσος του Εμφυλίου. Σε μικρότερο βαθμό, μιλώ για μια συνωμοτική κρυψίνοια και μια καχυποψία, ένα στείρο συντροφισμό με στοιχεία παρεούλας κι όχι στοιχεία ανοιχτού καλέσματος, μια δομική τάση προς τη μαυρίλα, την κατάθλιψη και την ηττοπάθεια σε ρόλο αντίστροφης ψυχολογίας (πολύ καλά καμουφλαρισμένης): οι αληθινές νίκες θα απαιτούσαν από το άτομο και αληθινή ανάληψη ευθυνών, τώρα αρκεί η μυξοκλάψα και η εξάντληση των δυνάμεων σε μικρές δράσεις, που κανέναν δε βλάπτουν κι ούτε κανέναν οφελούν. Το διεφθαρμένο καθεστώς παραμένει πρώτο κινούν και μοναδικός υπόλογος κι έτσι αρκούμαστε σε μια θέση υπαλληλάκου, δηλαδή εκείνου του ταπεινού, που αρκείται στο καθαρό γραφειάκι και τον πάγκο του, δίχως να τον βαραίνουν οι πραγματικές αποφάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου